Σελίδες

10.2.13

Έγκλημα κι εφημερία


Χθες  βράδυ ονειρεύτηκα εφημερία∙ άσχημο, όταν δεν εφημερεύω στον ξύπνιο να εφημερεύω στον ύπνο μου. Είχαμε, λέει, δύο κενά κρεβάτια. Είχαμε και αυτή την αναμονή που συνοδεύει τα δύο κρεβάτια, το αίσθημα του επικείμενου. Είχε και το νοσοκομείο μεγάλη εφημερία. Το τηλέφωνο χτύπησε∙ ο ήχος του, ο ίδιος πάντα, μου φάνηκε αυτή τη φορά ότι δεν ήταν για καλό. Ήταν ο εφημερεύων νευροχειρουργός. Είχαν φέρει στο Χειρουργικό Τμήμα Επειγόντων δύο γυναίκες, αδελφές, με βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση και οι δύο, θύματα δολοφονικής επίθεσης, μάλλον με τσεκούρι. Θα έμπαιναν χειρουργείο∙ έπρεπε να τις εκτιμήσω στο ΤΕΠ και μετά το χειρουργείο, αν επιβίωναν, να τις πάρω στη Μονάδα. Το ανακοίνωσα στους νοσηλευτές∙ έπρεπε να ετοιμαστούν τα κρεβάτια, οι αναπνευστήρες, τα μόνιτορ και οι συσκευές μέτρησης της ενδοκράνιας πίεσης.  Ευτυχώς το όνειρο εκτυλισσόταν σε παλιότερη μάλλον εποχή, γιατί είχαμε άφθονα υλικά∙ πακέτα ολόκληρα από αποστειρωμένες γάζες, σύριγγες όλων των μεγεθών, κεντρικούς καθετήρες της καλύτερης ποιότητας, χειρουργικά πεδία, αποστειρωμένες μπλούζες και αποστειρωμένα γάντια σε όλα τα νούμερα. Τι ωραία… Το όνειρο της αλεπούς με τα κοκορόπουλα δεν έπιανε μία μπροστά στο δικό μου…
Εφημέρευε, λέει,  μαζί μου η Βιβή, που είναι αναισθησιολόγος και κάνει εξειδίκευση στην εντατικολογία. Άρχισε να ετοιμάζει τα διαγράμματα και τα παραπεμπτικά. Είχα πάρει τα ονόματα των δύο αδελφών. Λιζαβέτα και Αλιόνα Ιβάνοβνα, 53 και 45 ετών αντίστοιχα. Το πατρώνυμο δεν ήταν γνωστό∙ ως «αγνώστου πατρός» καταχωρούμε αρχικά τέτοιους ασθενείς, μέχρι να έλθουν συγγενείς και να δώσουν στοιχεία. «Βιβή, κατεβαίνω στο ΤΕΠ να δω τα περιστατικά. Θα περάσω να πάρω και καφέ, γιατί η νύχτα προβλέπεται μεγάλη και λευκή», είπα στη Βιβή. Μεγάλη και κόκκινη, μάλλον, σκέφτηκα μόνη μου.
Κατέβηκα στο ισόγειο του νοσοκομείου. Ήταν περασμένες δώδεκα. Ο χώρος της υποδοχής ήταν πολύ παγωμένος∙ η είσοδός μας μπάζει από παντού. Στο σαλόνι μια παρέα από τσιγγανάκια, ξυπόλητα, βολόδερναν πάνω στις καρέκλες. Μια μικρή τσιγγανοπούλα με ανοιχτά καστανά μαλλιά, ξέπλεκα και μπερδεμένα, μακρύ φόρεμα πού κάποτε ήταν λευκό, ξυπόλητη, στροβιλιζόταν χορεύοντας στο κέντρο της αίθουσας. Στάθηκα και την κοίταζα∙ είχε μια κίνηση αέρινη, μπαλαρίνας. Τα γυμνά της πόδια πρόβαλλαν κάτω από την άκρη του φορέματος αεικίνητα, σχεδόν χωρίς να πατάνε τη γη. Ένα πολύ μικρότερο αγοράκι, ξυπόλητο κι αυτό, ντυμένο με μια αστεία καφέ κάπα που το έκανε να μοιάζει με καπουτσίνο, μπερδευόταν  στην τροχιά της και εμπόδιζε τον χορό∙ η κοπελίτσα του έδωσε ξαφνικά μια δυνατή σπρωξιά και το προσγείωσε στο παγωμένο παρκέ του νοσοκομείου, ακριβώς πάνω στην αρχή της κόκκινης γραμμής που οδηγεί στο ΤΕΠ.
Συνέχισα με γρήγορο βήμα προς το ΤΕΠ. Η εφημερία φαινόταν άσχημη. Φορεία αριστερά και δεξιά. Ηλικιωμένοι με απλανές βλέμμα σε άσχημη κατάσταση σε καροτσάκια, μια νεαρή κοπέλα διπλωμένη πάνω σ’ ένα φορείο, με πόνο στην κοιλιά, περίμενε έξω από τους υπερήχους. Στο ακτινολογικό πολύς κόσμος. Μπήκα στο χειρουργικό ΤΕΠ. Με χτύπησε η γνώριμη μυρωδιά του αίματος. Οι δύο αδελφές, διασωληνωμένες,  σε διπλανά φορεία∙ κάτασπρες, σαν πεθαμένες. Η μεγαλύτερη, η Αλιόνα, είχε ανοιχτόχρωμα αραιά μαλλιά που είχαν αρχίσει ν’ ασπρίζουν, πλεγμένα σε μια λεπτή κοτσίδα σαν ποντικοουρά, που τώρα ήταν λεκιασμένη από ξεραμένο αίμα. Το τραύμα της κεφαλής ήταν δεμένο∙ θα έμπαινε αμέσως στο χειρουργείο. Το πρόσωπό της ήταν ρυτιδωμένο∙ μερικές από τις ρυτίδες είχαν ίχνη αίματος. Της άνοιξα τα βλέφαρα να δω τις κόρες. Μάτια βαθυγάλανα, όμως στεγνά και παγωμένα, σαν γυάλινα. Χωρίς αντανακλαστικό στο φως. Στο λαιμό της ήταν δεμένο ένα κορδόνι με ένα μικρό εικόνισμα της Παναγίας και δύο σταυρούς, τον έναν από κυπαρισσόξυλο και τον άλλο χάλκινο. Η άλλη, η μικρότερη, είχε πιο φρέσκο πρόσωπο και ήταν μάλλον όμορφη. Είχε το ίδιο παγωμένο γαλάζιο βλέμμα, χωρίς φωτοκινητικό αντανακλαστικό κι αυτή. Συνεννοήθηκα με τον νευροχειρουργό που ήταν στο ΤΕΠ να τις υποδεχτούμε μετά το χειρουργείο.
Έφυγα από το ΤΕΠ και κατευθύνθηκα προς το κυλικείο. Ο διάδρομος είχε την ίδια παγωνιά, που όμως τώρα μου φάνηκε αναζωογονητική. Πήρα δύο μεγάλα κύπελλα με γαλλικό καφέ πάνω σε μια χάρτινη βάση με ζωγραφισμένους κόκκους καφέ. Προχώρησα με αργά βήματα προς τη Μονάδα. Τα τσιγγανόπουλα είχαν φύγει από το σαλόνι. Στην είσοδο του νοσοκομείου, μπροστά στις αυτόματες πόρτες, με κολλημένη την πλάτη στον τοίχο, στεκόταν ένας νέος άνδρας, τυλιγμένος με ένα παλιό παλτό. Το παρουσιαστικό του πρόδιδε φτωχό και ταλαιπωρημένο άνθρωπο. Τα παπούτσια του ήταν τρύπια σε μερικά σημεία∙ πρόσεξα έναν λεκέ από αίμα στο αριστερό παπούτσι. Έτρεμε σύγκορμος, λες και ανέβαζε πυρετό. Στο ένα χέρι του κρατούσε κομμάτια σκισμένου υφάσματος, ίσως κορδέλας, ενώ με το άλλο χέρι κρατούσε τα κουμπιά του παλτού του, λες και μπορούσε να το κουμπώσει πιο σφιχτά απ’ ό,τι ήταν ήδη κουμπωμένο. Σκέφτηκα να τον ρωτήσω αν χρειάζεται κάτι∙ φάνηκε όμως να ενοχλείται και μόνο από το βλέμμα μου, έτσι τον προσπέρασα και ανέβηκα τη Μονάδα.
Ήταν όλα έτοιμα για τις δύο εισαγωγές. Ευτυχώς οι υπόλοιποι ασθενείς ήταν ήσυχοι. Πέρασαν τρεις περίπου ώρες. Τηλεφωνικά μάθαμε ότι ήταν πολύ άσχημα τα πράγματα και για τις δύο γυναίκες. Πιθανότατα ήταν ήδη σε εγκεφαλικό θάνατο. Έφτασαν στη Μονάδα στις τρεις τα ξημερώματα, με μισή ώρα διαφορά η μία από την άλλη. Τις συνδέσαμε στα δικά μας μηχανήματα, ρυθμίσαμε την αγωγή τους, καταστολή και αναλγησία, αγγειοσυσπαστικά. Άφησα τη Βιβή να κάνει τα επεμβατικά και πήγα στο γραφείο να υποδεχτώ τους συγγενείς. Υπήρχε μόνο ένας πατέρας, είχα μάθει. Είπα στις νοσηλεύτριες να τον φωνάξουν.
Κάθισα στο γραφείο και πήρα μια κόλλα χαρτί, για να γράψω το ιστορικό. Μπήκε ο πατέρας. Το παρουσιαστικό του μου έκοψε την ανάσα∙ μου φαινόταν τόσο γνωστός και τόσο παράξενος. Σαν να ερχόταν από άλλη εποχή. Καταρχήν, τον περίμενα υπερήλικα. Ήταν απροσδιόριστης ηλικίας με μαλλιά μαύρα ακόμα, αραιά στο μέτωπο, λεπτά και ίσια στο υπόλοιπο κεφάλι. Είχε μια μακριά γενειάδα που έφτανε μέχρι το μέσο του στέρνου. Φορούσε ένα μαύρο μακρύ παλτό με σταυρωτό πέτο και από μέσα λευκό πουκάμισο. Μιλούσε αργά και καθαρά, χωρίς ρώσικη προφορά. Όχι, οι κόρες του δεν είχαν προβλήματα υγείας ή τουλάχιστον δεν ήξερε κάτι. Ναι, ήξερε πώς έγινε το έγκλημα∙ με κάποιο τρόπο έφταιγε κι εκείνος, μου δήλωσε αφήνοντάς με σύξυλη. Του εξήγησα πως η κατάστασή τους ήταν πολύ βαριά∙ ότι μάλλον δεν θα τα κατάφερναν. Έγνεψε θλιμμένα, δείχνοντας να καταλαβαίνει. Τα χέρια του είχαν κάτι το απόκοσμο, με δάχτυλα μακριά και λεπτά με περιποιημένα νύχια. Χέρια ανθρώπου που έγραφε και διάβαζε. Το βλέμμα του ήταν αφηρημένο, όπως το βλέμμα ανθρώπου που προσεύχεται. Τον παρακάλεσα να μου υπογράψει τα δύο έντυπα συναίνεσης και να μου αφήσει ένα τηλέφωνο, κινητό ή σταθερό. «Δεν έχω τηλέφωνο», είπε απλά. «Θα είμαι συνεχώς απέξω, όμως». Τον κοίταξα με συμπάθεια. Δεν θυμάμαι να μου έχει κάνει άλλη φορά συγγενής τόσο μεγάλη εντύπωση. Συμπλήρωσε τα δύο έντυπα∙ έγραφε αργά, με όμορφες κυκλικές κινήσεις των δακτύλων, κρατώντας το στυλό ελαφρά γερτό. Μου έδωσε τα χαρτιά. Τα έβαλα στο ντοσιέ χωρίς να τα κοιτάξω. Με χαιρέτισε με μια σφιχτή, λυπημένη χειραψία κι έκανε να φύγει. «Αχ, μια στιγμή!», τον σταμάτησα στην πόρτα. Άνοιξα το μητρώο εισαγωγών. «Πείτε μου το μικρό σας όνομα, για να συμπληρώσω το πατρώνυμο» τον παρακάλεσα.
«Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς», μου είπε με φωνή σβησμένη, σαν να ερχόταν από μακριά.
Έγραψα «Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς» δύο φορές, στο αντίστοιχο κουτάκι του βιβλίου για την καθεμιά. Ξαφνικά, από κάπου δίπλα μου, ακούστηκε μια γνώριμη μελωδία, η Βandinerie του Μπαχ. Πετάχτηκα αλαφιασμένη. Το ξυπνητήρι μου. Επτά ακριβώς. Τι μέρα, τι εποχή, τι χρονιά, δεν ήμουν σίγουρη. Κάτι σκληρό με έκοβε στο πλευρό∙ βιβλίο ήταν. Το Έγκλημα και Τιμωρία, ανοιχτό, στη μέση του κρεβατιού. Ανοίγω τη μισοτσαλακωμένη σελίδα, να βάλω τον σελιδοδείκτη. «Έρευνα, έρευνα, τώρα θα μου κάνουν έρευνα!», διαβάζω την αγωνία του Ρασκόλνικοφ στο πάνω μέρος της αριστερής σελίδας. Μου έρχεται στο μυαλό η εικόνα του άντρα στην είσοδο του νοσοκομείου των ονείρων μου, διπλωμένου με το παλιό παλτό, να τρέμει σύγκορμος, μάλλον όχι από το κρύο, ούτε από τον πυρετό.  

2 σχόλια:

Poet είπε...

Ξαφνικά διαπίστωσα ότι έχω πλέον μεγάλες προσδοκίες όταν μπαίνω στο ιστολόγιό σου Μαρία. Και δεν τις έχεις διαψεύσει ούτε μία φορά. Μάρτυς μου ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς, που κατά κοινή ομολογία κάτι ξέρει από γράψιμο.

Μαρία Δριμή είπε...

Τόλη μου,
σ' ευχαριστώ από καρδιάς!