Σελίδες

10.3.13

Αντικατοπτρισμοί και άλλα παράνομα παιχνίδια του φωτός


Οι άνθρωποι δεν θα’ πρεπε να αφήνουν καθρέφτες κρεμασμένους στα δωμάτιά τους, λέει σε μια αφήγησή της η Βιρτζίνια Γουλφ, παρακολουθώντας μια ηλικιωμένη γυναίκα που βρίσκεται μόνη στο σπίτι, αντιμέτωπη με τον καθρέφτη και τη ζωή της.  Το ανελέητο φως του καθρέφτη έχει την ικανότητα να κατατρώει σαν οξύ καθετί ασήμαντο κι επιφανειακό και να διεισδύει στα εσώτερα της ύπαρξης αφήνοντας γυμνή την αλήθεια.



Δεν είναι όμως μόνο οι καθρέφτες που απειλούν το περίβλημα των ανθρώπων. Είναι όλες εκείνες οι υγρές ή γυαλιστερές επιφάνειες που αντανακλούν το φως, με άφθαστο επαγγελματισμό οι μόνιμες (τα τζάμια των σπιτιών, οι βιτρίνες των καταστημάτων, το νερό της λίμνης) ή εντελώς ερασιτεχνικά οι ευκαιριακές (το βρεγμένο πεζοδρόμιο, οι λακούβες στον δρόμο μετά τη βροχή), δημιουργώντας μπροστά στα ανύποπτα μάτια των περαστικών μια εικονική πραγματικότητα πιο επιθετική από εκείνη του διαδικτύου. Τίποτα δεν μπορεί να μείνει κρυφό∙ χωρίς αιδώ οι ανακλώσες επιφάνειες το καταδίδουν.

Σε μια πρόσωπο με πρόσωπο συζήτηση, ένας συνομιλητής με σκούρα γυαλιά, φέρνει τον άλλο αντιμέτωπο με τον ίδιο του τον εαυτό, αιχμαλωτίζοντας τις εκφράσεις, τις ματιές και τις γκριμάτσες του στα σκούρα κρύσταλλα που φρουρούν το δικό του βλέμμα.
Καμιά φορά η προδοσία έχει αγαθό σκοπό∙ τουλάχιστον με τέτοια πρόθεση έχουν τοποθετηθεί οι στρογγυλοί καθρέφτες στα πολυσύχναστα σταυροδρόμια, να προειδοποιούν για τον επερχόμενο κίνδυνο∙ συχνά όμως θυμίζουν τους παραμορφωτικούς καθρέφτες του λούνα-παρκ, έτσι όπως απεικονίζουν σχεδόν κοροϊδευτικά στρογγυλεμένες τις σιλουέτες των περαστικών.


Άλλες πάλι φορές το φως παίζει άνισα παιχνίδια∙ καθώς ανυποψίαστοι πεζοί βαδίζουν βιαστικοί, φορτωμένοι τις  έγνοιες τους, υψώνονται και πετάνε πάνω από θεόρατα κτήρια, εικονογραφώντας εν αγνοία τους τις διαφημιστικές πινακίδες  εύρωστων επιχειρήσεων


ή ενώ μια σοβαρή κυρία περιμένει ένα ραντεβού, βρίσκεται άθελά της σε μια βιτρίνα να κοιτά μαύρα αισθησιακά εσώρουχα που ποτέ ίσως δεν θα τολμούσε να φορέσει.



Η γοητευτική εκδοχή αυτού του παιχνιδίσματος είναι η μεταμόρφωση ενός συνηθισμένου επιβατικού αυτοκινήτου σε πίνακα ζωγραφικής άγνωστου, αλλά πολύ ταλαντούχου δημιουργού με έργα εξαίσια όσο και εφήμερα.



Από μικρή κυνηγούσα τις αντανακλάσεις του φωτός, πρώτα με τα μάτια και αργότερα με τον φωτογραφικό φακό. Στο τέλος έφθασαν να με κυνηγούν αυτές, να με βρίσκουν αφηρημένη και ανυποψίαστη και να μου αποκαλύπτονται αιφνιδιαστικά, όπως εκείνη η σχεδόν σουρεαλιστική οφθαλμαπάτη σε ένα καφέ της Γλασκώβης, όπου ένας επιτοίχιος καθρέφτης πήρε μια κοπέλα από τον φίλο της και την κάθισε δίπλα σε μια γυναίκα, κάνοντάς τις να κουβεντιάζουν σαν δυο καλές φίλες, εν αγνοία της πραγματικής φίλης της γυναίκας, που καθόταν κρυμμένη πίσω από την κολόνα με τον καθρέφτη.

Οι βρεγμένες μέρες είναι ο πιο κατάλληλος χρόνος για να κυνηγήσει κανείς θαύματα. Την ώρα που η βροχή έχει καταλαγιάσει, αφήνοντας τα υδάτινα υπολείμματά της ανυπεράσπιστα πάνω στις ψυχρές, αδιάφορες επιφάνειες κτηρίων και αντικειμένων, έρχεται το φως με παιχνιδιάρικη διάθεση και τα ζωγραφίζει με εικόνες. Τότε είναι που δίπλα στο σκουριασμένο μεταλλικό καπάκι του πεζοδρομίου κατεβαίνει ένας συννεφιασμένος ουρανός, ζωντανεμένος αραιά και πού από τα πετούμενά του ή που η λακκούβα με τα νερά ξαφνικά βλασταίνει, λουλουδιάζει και γίνεται όμορφη σαν καλοχτενισμένο παρτέρι.


Ποτέ δεν συμπάθησα την ίδια τη βροχή, πάντα όμως με μαγνήτιζαν οι βρεγμένες μέρες, ίσως γιατί τότε είναι που βγαίνουν από τις κρυψώνες τους όλες αυτές οι μαγικές και εύθραυστες εικόνες και ξεμυτίζουν τα μυστηριώδη πλάσματα που γεννά η σχεδόν ερωτική συνεύρεση του νερού με το φως. Μάλλον μετά από μια τέτοια βρεγμένη μέρα, πλέον δεν θυμάμαι ακριβώς,  είδε το φως του διαδικτύου και τούτο το ιστολόγιο∙ εξ ου ίσως και ο τίτλος Liquid days.