Σελίδες

30.10.12

Η μικρή Αφροδίτη και το ποτάμι της ποίησης


Η μικρή Αφροδίτη είναι στ’ αλήθεια μικρή, πολύ μικρή, η μικρότερη μέσα στην αίθουσα, η μόνη με μονοψήφια χρόνια. Όλοι οι άλλοι είναι μεγάλοι, τόσο που μοιάζουν μεγαλύτεροι κι απ’ τη μαμά της ακόμα. Κι ο ποιητής είναι μεγάλος. Έχει άσπρα γένια και μαλλιά. Μοιάζει στ’ αλήθεια με ποιητή έτσι είχε φανταστεί η Αφροδίτη τους ποιητές. Στέκεται όρθιος πάνω σ’ ένα βάθρο και διαβάζει με βαθιά φωνή και καθαρή άρθρωση. Φοράει μαύρο πουκάμισο κι έχει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο καρφιτσωμένο στο μέρος της καρδιάς. Τρεις μουσικοί στο βάθος παίζουν κιθάρες.
     Οι περισσότεροι μέσα στην αίθουσα γράφουν πολύ ή λίγο. Και διαβάζουν πολύ ή λίγο. Η Αφροδίτη γράφει και διαβάζει πολύ όλα της τα μαθήματα και παραμύθια, όμως αυτά μόνο τα διαβάζει, αφού έχουν προλάβει άλλοι και τα έχουν γράψει. Ακολουθεί συχνά τη μαμά της σε τέτοιες συγκεντρώσεις. Δεν έχει καταλάβει γιατί, αλλά κάθε φορά οι μεγάλοι τριγύρω τής λένε ότι είναι τυχερή.
     Ο ποιητής διαβάζει το βιβλίο του. Στο ημίφως, μόνο το πρόσωπό του φαίνεται καθαρά, με όλες τις ρυτίδες της έκφρασης τονισμένες, τις παλιές της ζωής που συναντούν τις καινούριες της ποίησης. Της Αφροδίτης της αρέσει όπως διαβάζει ο ποιητής. Δεν πολυκαταλαβαίνει τα λόγια, αλλά ακούγονται όμορφα. Σ’ ένα παραμύθι είχε διαβάσει ότι οι ποιητές καρφώνουν πρώτα το μαχαίρι στην καρδιά τους και μετά, με το ίδιο ματωμένο μαχαίρι, κόβουν φέτες τις λέξεις και τις μοιράζουν σε ποιήματα.
       Όλοι γύρω ακούνε απορροφημένοι σιγοπίνοντας κρασί, κόκκινο και λευκό, σε κολονάτα ποτήρια. Στο τέλος κάθε ποιήματος χειροκροτούν ζεστά. Χειροκροτάει και η Αφροδίτη ανάμεσα στα χειροκροτήματα μασουλάει τα φιστίκια από το μπολάκι που υπάρχει πάνω στο τραπέζι. Εκείνη δεν πίνει κάτι, όμως τα βλέφαρά της είναι βαριά, παλεύει να τα κρατήσει ανοιχτά. Βολεύεται στα γόνατα της μαμάς της. Μισοκοιμάται. Με κλειστά μάτια πια, συνεχίζει να χειροκροτάει μετά από κάθε ποίημα.
     Ο ποιητής συνεχίζει να διαβάζει. Η πρώτη κυρία που μίλησε στην αρχή για τον ποιητή, «μεγάλη ποιήτρια» της είπε η μαμά της, χαρακτήρισε τα ποιήματά του ποτάμι που κυλάει ασταμάτητα. Η Αφροδίτη βολεύεται καλύτερα πάνω στο κάθισμα, με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο στήθος της μαμάς της και στο πρόσωπό της ένα αχνό χαμόγελο. Κοιμάται βαθιά, με τα λεπτά της ποδαράκια διπλωμένα πάνω στο κάθισμα φοράει φούστα, χοντρό καλσόν και αθλητικά παπούτσια, από αυτά που τα αγοράζεις καινούρια και σε μία εβδομάδα, η παρέα στο σχολείο με τα πατήματα τα έχει κάνει ίδια με τα παλιά.
      Κάπου εδώ η Αφροδίτη χάνει τον ποιητή μέσα στα όνειρά της. Όταν τον ξαναβρίσκει, τα φώτα έχουν ανάψει. Ο κόσμος έχει σηκωθεί τα πρόσωπα είναι ξαναμμένα και χαμογελαστά. Ο ποιητής χαμογελάει κι αυτός. Η Αφροδίτη τον αγαπάει έτσι χαμογελαστό που τον βλέπει θα τον ήθελε για παππού. Είναι καθισμένος σ’ ένα τραπέζι και υπογράφει τα βιβλία του. Δέχεται αγκαλιές και φιλιά. Είναι ωραίο να είσαι ποιητής και να σε αγαπούν.
    Η μαμά της και οι φίλοι της έχουν σηκωθεί να φύγουν. Κρατάνε στα χέρια τους το βιβλίο του ποιητή. Η Αφροδίτη θα το ξεφυλλίσει στο δρόμο. Οι φίλοι της μαμάς την ρωτάνε πάντα την ίδια ερώτηση. «Εσύ, Αφροδίτη, θα γίνεις ποιήτρια όταν μεγαλώσεις;»
     Η Αφροδίτη έχει βαρεθεί να εξηγεί κάθε φορά τα ίδια. Όμως και τώρα απαντά με σοβαρό ύφος. «Όχι, εγώ θα γίνω γιατρός».

28.10.12

Επιστρέφοντας στη Λισαβόνα


Tα πρωινά στη Λισαβόνα, όταν ακόμα δεν έχουν σβήσει οι νυχτερινές λάμπες των δρόμων, ο ποιητής έχει ήδη πάρει τη θέση του στο καφέ a Brasileira και παρατηρεί τη ζωή που περνάει, περιμένοντας όλα τα χρόνια τον ίδιο πρωινό καφέ. Φοράει πάντα καπέλο και παπιγιόν∙ με το ένα χέρι χειρονομεί έντονα, ενώ το άλλο αναπαύεται ήρεμο στο ίδιο τραπεζάκι του καφενείου. Ακριβώς μπροστά του οι σκάλες που κατεβάζουν στο μετρό. Στάση Baixa-Chiado.
          Σε λίγο, στους κεντρικούς δρόμους, οι ιδιοκτήτες αρχίζουν να ανοίγουν τα καταστήματά τους. Οι υπάλληλοι  σβήνουν βιαστικά το πρώτο τσιγάρο της ημέρας στην άχνα του πρωινού και μπαίνουν μέσα. Λίγο αργότερα βγαίνουν στα πεζοδρόμια τα χαρτόκουτα από τις συσκευασίες∙ καινούριο εμπόρευμα, καταμέτρηση, ταξινόμηση, τακτοποίηση στα ράφια.
                 Τα παράθυρα των σπιτιών ανοίγουν κι αυτά. Πρώτοι βγαίνουν στα μπαλκόνια οι ηλικιωμένοι ∙ φοράνε ζακέτες σε σκούρα χρώματα∙ μαύρο, γκρι, καφέ. Αργότερα βγαίνουν οι νέοι, μισοντυμένοι, με σώματα χτισμένα, σφριγηλά, ανατριχιασμένα από την πρωινή δροσιά και τον έρωτα. Στη συνέχεια βγαίνουν οι μπουγάδες∙ πολύχρωμες και ευωδιαστές, κρέμονται στα σκοινιά πάνω από τους δρόμους σαν λουλουδάτες αψίδες. Σε κάποια σκοινιά δεν κρέμονται ρούχα, αλλά παπούτσια∙ είναι εκείνοι οι περίεργοι δρόμοι που κουβαλάνε στις γωνιές τους τον αργό, σίγουρο θάνατο.
             Στις γωνιές των κεντρικών συνοικιών έχουν πάρει θέση οι καστανάδες. Η μυρωδιά από τις φουφούδες τρελαίνει τους βιαστικούς περαστικούς σταματάνε σαν υπνωτισμένοι για ένα σακουλάκι με ψημένα κάστανα.
            Η Λεωφόρος Ελευθερίας διατρέχει τη Λισαβόνα με φαρδιά πεζοδρόμια, φυτεμένα με πλατάνια. Τις Κυριακές οι μικροπωλητές απλώνουν τους πάγκους με τους μικρούς θησαυρούς τους, από καρφίτσες μέχρι μικροέπιπλα, όλα με την πατίνα του παρελθόντος, οικεία και γοητευτικά. Πορσελάνινες κούκλες, χειροποίητα κοσμήματα, λάμπες, καρτ-ποστάλ, παλιά βιβλία και περιοδικά χιλιάδες αγγίγματα δικά μας τωρινά, εξερευνητικά, τρυφερά και παλιότερα, ανθρώπων που χάθηκαν, χρηστικά ή αδιάφορα.
           Η  Rua Augusta συγκεντρώνει τους δημιουργούς των δρόμων. Μουσική, θέατρο, χορός, ζωγραφική ένας υπαίθριος πολυχώρος τέχνης απ’ όλο τον κόσμο. Το φλαμένκο δίνει τη θέση του στην ασιατική μουσική, η παντομίμα στον Μότσαρτ. Οι τουρίστες στέκονται με τις κάμερες να κάνουν τη στιγμή τους αιωνιότητα. Όλη την ημέρα, μέχρι αργά το βράδυ, ο δρόμος αυτός μαζεύει τη ζωή της πόλης και την ταΐζει γλυκίσματα φτιαγμένα με αυγά και ζάχαρη, αμυγδαλωτά και τάρτες με καρύδα. Αργότερα, την ώρα του μεσημεριανού φαγητού, η Αλκάνταρα παίρνει για λίγο τη σκυτάλη, με τα εστιατόριά της αραδιασμένα στη μια όχθη του Τάγου∙ λεπιδόπους και μπακαλιάρος μαγειρεμένοι με δεκάδες τρόπους.
         Το τραμ μαζεύει όλη την ημέρα τις διαδρομές των ντόπιων και των τουριστών. Οι κουβέντες τους ζωηρές∙ μεσογειακά επίπεδα έντασης και μια γλώσσα γεμάτη «ου». Το «όχι» τους «νιάου», ίδιο με της γάτας, η στάση «εστασάου». Πολλά βιβλία παραμάσχαλα∙ οι πενήντα αποχρώσεις του γκρίζου δίνουν και παίρνουν. Στις προθήκες των  βιβλιοπωλείων καμαρώνουν άλλες πενήντα αποχρώσεις, διαφορετικές από τις πρώτες∙ έχουμε και λέμε, σύνολο εκατό. Απίθανο πόσες αποχρώσεις μπορεί να έχει ένα χρώμα άχρωμο, όπως το γκρίζο…
          Οι τοίχοι της Λισαβόνας, όπως και της Αθήνας, φωνάζουν∙ άλλοτε οργισμένα με μαύρα ανάστατα γράμματα, άλλοτε με χιούμορ και χρώματα, άλλοτε με εικόνες φτιαγμένες περίτεχνα με χέρι ζωγράφου ή άτσαλα με δυο βιαστικές πινελιές∙ οι τοίχοι, οι δρόμοι, τα πεζοδρόμια ενός λαού που ζει κυνηγημένος από την τρόικα.

           Τα βράδια στη Λισαβόνα, τα άχρηστα χαρτόκουτα από τις συσκευασίες γίνονται σπίτια. Στήνονται στη σειρά, πάνω στα φαρδιά πεζοδρόμια της Λεωφόρου Ελευθερίας, με φως κλεμμένο από τους μεγάλους οίκους μόδας∙ ολόκληρες γειτονιές απελπισίας, προσπαθούν να κρατήσουν ζεστά τα νηστικά όνειρα των νυχτερινών ενοίκων, απρόσβλητα από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών. Σώματα κουλουριασμένα μέσα στα κουτιά ή κάτω από υπόστεγα, κουκουλωμένα με κουβέρτες σε χρώματα παλιά, αναμνήσεων.
          Η πόλη σβήνει τα φώτα για να κοιμηθεί∙ σε κρεβάτια, παγκάκια ή χαρτόκουτα, ο ύπνος είναι λύτρωση. Ακόμα και οι τραγουδίστριες του fado στην Αλφάμα διπλώνουν τις μαύρες εσάρπες τους, ξεβάφονται και κινούν για τα σπίτια τους∙ από ψηλά, η Maria Severa τις παρακολουθεί και φυλάει τον δρόμο τους. Ξαγρυπνούν μόνο οι κούκλες στις βιτρίνες, οι γιατροί στα νοσοκομεία και ο ποιητής στο τραπεζάκι του καφενείου. Μόνος τα βράδια∙ οι αμέτρητοι φίλοι που του κράτησαν παρέα όλη την ημέρα, σφίγγοντάς του τα χέρια και βγάζοντας μαζί του φωτογραφίες, μάλλον έχουν ήδη κοιμηθεί. Ο προσεχτικός περαστικός που απέμεινε να νυχτοπερπατάει μπορεί να τον ακούσει, εκεί έξω από τη στάση Baixa-Chiado, να μονολογεί ψιθυριστά με τη φωνή κάποιου ετερώνυμου:

Απόλυτη νύχτα, απόλυτη ανησυχία εκεί έξω.
Ειρήνη σε όλη τη Φύση.
Η Ανθρωπότητα ξεκουράζεται και ξεχνά τις πίκρες της.
Ακριβώς.
Η Ανθρωπότητα ξεχνά τις χαρές και τις πίκρες της.
Συνηθισμένο να λέγεται κάτι τέτοιο.
Η Ανθρωπότητα ξεχνά, ναι, η Ανθρωπότητα ξεχνά,
Αλλά και ξύπνια η Ανθρωπότητα ξεχνά,
Ακριβώς. Αλλά εγώ δεν κοιμάμαι.
 
 
  1. Επιστρέφοντας στη Λισαβόνα: τίτλος ποιήματος του Φερνάντο Πεσόα. http://logoskaitexni.blogspot.gr/2012/07/blog-post_17.html
  2. Maria Severa: η πρώτη τραγουδίστρια του fado. Πέθανε σε νεαρή ηλικία. Στη μνήμη της, όλες οι τραγουδίστριες του fado, κατά τη διάρκεια των παραστάσεών τους, φορούν στους ώμους μια μαύρη εσάρπα. http://en.wikipedia.org/wiki/Maria_Severa-Onofriana
  3. Οι φωτογραφίες μου: http://www.facebook.com/maria.drimi.9?ref=tn_tnmn#!/media/set/?set=a.3472389982307.117552.1647877025&type=1
 

22.10.12

H Coimbra των fados και της βροχής


Ο άχρωμος, σχεδόν μίζερος σταθμός των υπεραστικών λεωφορείων στην Κουίμπρα διόλου δεν προδιαθέτει τον ταξιδιώτη για την άφιξη σε μια πόλη με ιδιαίτερη προσωπικότητα, που λάμπει σταθερά και διακριτικά κάτω από το άστρο της Λισαβόνας. Πρωτεύουσα της Πορτογαλίας μέχρι τον 13ο αιώνα, πανεπιστημιούπολη με ένα από τα πιο παλιά πανεπιστήμια της Ευρώπης, πατρίδα της έντεχνης μορφής fado που φέρει το όνομά της. Εδώ γεννήθηκε ο Κάρλος Παρέδες και εδώ σκάλισε στις χορδές της κιθάρας του τα περίφημα Άγουρα χρόνια του.
Η επιθυμία μου να δω την Κουίμπρα ήταν μεγάλη, τόσο μεγάλη που ελάχιστα μετριάστηκε από τα πυκνά μολυβιά σύννεφα που σκέπαζαν τον ουρανό της την ώρα που φτάσαμε. Δεν είχαμε πάρει μαζί ομπρέλες (το Yahoo Weather έδινε μικρή πιθανότητα βροχής-τι κι αν ο ουρανός ήταν κατάμαυρος και οι πρώτες ψιχάλες ήδη έπεφταν-το Yahoo δεν κάνει ποτέ λάθος).

Τα ολισθηρά από το ψιλόβροχο ανηφορικά καλντερίμια, συντροφευμένα από τοίχους στολισμένους με παλιά αζουλέζου ή γυμνούς, γεμάτους με συνθήματα για την ανεργία, τους χαμηλούς μισθούς και την τρόικα, οδηγούσαν τα βρεγμένα μας βήματα στην κορυφή της πόλης, όπου βρίσκεται το Πανεπιστήμιο. Σε έναν τοίχο ένα σκίτσο με μια φάλαινα που ξεφυσάει (η νύχτα είναι μια φάλαινα-η Κουίμπρα ταιριάζει σε ποιητές) σε άλλο τοίχο το σύνθημα People of Europe rise up! σε έναν άλλο η επιγραφή Escorbuto (σκορβούτο)-πού το θυμήθηκαν; (υπάρχει και μια ισπανική ροκ μπάντα, όμως).

Καθώς ανηφορίζαμε, βλέπαμε όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του ποταμού Μοντέγου, που διασχίζει την πόλη. Η βροχή ξαφνικά άρχισε να δυναμώνει. Βρήκα καταφύγιο στο υπόστεγο ενός παλιού σπιτιού υπόστεγο μόνο κατ’ ευφημισμό, αφού ίσα που με κάλυπτε, κολλημένη στην πόρτα και με ελαφρά ρουφηγμένη την κοιλιά. Στο σκαλοπάτι της πόρτας, μια σακούλα με ανακυκλώσιμα σκουπίδια και ένα άδειο μπουκάλι μπίρας βολόδερναν πάνω στις πλάκες, παρασυρμένα από τα ρυάκια της βροχής που κατηφόριζαν. Μαζί με τα ρυάκια, κατηφόριζε κι ένα λευκό Φίατ 500 με δυο κοπέλες (φοιτήτριες ίσως). Η ξανθιά οδηγός πήρε ανοιχτά τη στροφή και πάτησε το μπουκάλι της μπίρας, που θρυμματίστηκε με θόρυβο. Ευτυχώς, η Αγία Ρίτα του γειτονικού κολλεγίου (όπου είχε καταφύγει η φίλη μου) απέτρεψε έγκαιρα το κακό. Από μακριά, φάνηκε ένας νεαρός να τρέχει μέσα στη βροχή με τις σημειώσεις του παραμάσχαλα (αυτός ήταν σίγουρα φοιτητής). Και βέβαια, από όλα τα σπίτια της Κουίμπρα, συνέβη να μένει σε αυτό το ένα και μοναδικό που είχα διαλέξει για καταφύγιο. Μου έκανε ευγενικά νόημα-“oh, you live hereof course…”, ψέλλισα απευθύνοντάς του το τελευταίο στεγνό μου χαμόγελο. Παραμέρισα, δίνοντας τόπο στη βροχή ο νεαρός ξεκλείδωσε και χάθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού.
Η βροχή όμως δεν κρατάει για πάντα κι έτσι σε λίγο συνεχίζαμε την ανάβαση, μέχρι που πρόβαλε επιβλητικό μπροστά μας το Πανεπιστήμιο της Κουίμπρα. Νιώθω κάθε φορά ένα δάγκωμα στη θέα των ξένων πανεπιστημίων. Το ίδιο ένωθα και τώρα. Μπροστά μας στεκόταν η Ιατρική Σχολή και απέναντί της η Γενική Βιβλιοθήκη. Αγοράσαμε εισιτήρια για να δούμε τους χώρους του Πανεπιστημίου και κυρίως τη Βιβλιοθήκη Joanina. Πρόκειται για μια βιβλιοθήκη που δημιουργήθηκε τον 18ο αιώνα και φιλοξενεί περίπου 350.000 τόμους βιβλίων, μερικά από τον  15ο αιώνα. Το κτήριο είναι ψηλοτάβανο, με ράφια μέχρι την οροφή, φορτωμένα με χρυσόδετους τόμους. Οι τοίχοι του έχουν πάχος 2 μ. και εξασφαλίζουν σταθερή θερμοκρασία στο εσωτερικό. Οι βιβλιοθήκες είναι δρύινες, στολισμένες με κινέζικα μοτίβα. Όπως πληροφορηθήκαμε από ένα ενημερωτικό φυλλάδιο, το ξύλο της δρυός απωθεί τα έντομα∙ επίσης μέσα στη βιβλιοθήκη υπάρχει άλλος ένας σύμμαχος των βιβλίων: μια κοινωνία από βιβλιόφιλες νυχτερίδες που τρώνε τα έντομα. Για να μη λερωθούν τα περίτεχνα, γεμάτα μαρκετερί τραπέζια της βιβλιοθήκης από τις ακαθαρσίες των νυχτερίδων, κάθε βράδυ οι φύλακες τα σκεπάζουν με δερμάτινα καλύμματα.

Οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Κουίμπρα φοράνε στην επίσημη στολή τους κορδέλες διαφορετικών χρωμάτων ανάλογα με τη σχολή. Στο τέλος κάθε ακαδημαϊκού έτους, καίνε τις κορδέλες σε ειδική τελετή. Επίσης, δίνουν συναυλίες με fado της Κουίμπρα και άλλα είδη μουσικής, άλλοτε στο Πανεπιστήμιο και άλλοτε σε υπαίθριους χώρους.

Μετά το Πανεπιστήμιο, κατηφορίσαμε προς το κέντρο της πόλης. Σε μερικά μπαλκόνια, τα παλιά τζιν των ενοίκων, ραμμένα στα μπατζάκια και γεμισμένα με χώμα, χρησίμευαν ως γλάστρες για μικρά φυτά. Λίγα και καλόγουστα τα τουριστικά καταστήματα∙ σε ένα από αυτά ακουγόταν το Verdes años, τιμή στον Κάρλος της πόλης. Σε ένα καλντερίμι ανταμωθήκαμε με μια γιαγιά που κρατούσε μια φρατζόλα ψωμί και μια ομπρέλα. Τι πιο φυσικό θα σκεφτόταν κανείς, μέχρι τη στιγμή που θα έβλεπε τη γιαγιά να σηκώνει την ομπρέλα εν είδει όπλου και να μας κλείνει το δρόμο με ύφος σχεδόν απειλητικό. Με νοήματα της χούφτας μας έδωσε να καταλάβουμε ότι χρειάζονταν διόδια για να περάσουμε. Της έδωσα 50 λεπτά∙ το ύφος της έγινε χαρούμενο και με ένα ενθουσιώδες “obrigada” («ευχαριστώ-υπόχρεη») μας άφησε να περάσουμε.

Καθίσαμε σε ένα συμπαθητικό καφέ, που έφερε το βαρύ όνομα Café a Brasileira (όπως το περίφημο καφέ της Λισαβόνας όπου πίνει καφέ εδώ και δεκαετίες το άγαλμα του Πεσόα). Δίπλα μας, ένα μεσήλικο ζευγάρι μάλλον ντόπιων έπιναν αμίλητοι τον καφέ τους. Δεν αντάλλαξαν ούτε λέξη, αντάλλαξαν μόνο σε μια στιγμή τα περιοδικά τους, τουλάχιστον όσο κράτησε ο δικός μας καφές.

Η βροχή ξανάρχισε πιο δυνατή. Μπήκαμε σε ένα κατάστημα για να πάρουμε δύο ομπρέλες, όμως όταν βγήκαμε, η βροχή είχε γίνει πια κατακλυσμός. Οι ομπρέλες γύρισαν ανάποδα από τον αέρα, τα ρούχα μας μούσκεψαν, τα παπούτσια μας ήταν πιο βρεγμένα και από βατραχοπέδιλα. Αν δεν είχαμε να προλάβουμε το δρομολόγιο της επιστροφής, θα μπορούσαμε να κάτσουμε κάπου μέχρι να σταματήσει η βροχή. Αναγκαστικά όμως συνεχίσαμε να προχωράμε μέχρι τον σταθμό, που αυτή τη φορά μου φάνηκε πιο συμπαθητικός και φιλόξενος. Το λεωφορείο μας δεν άργησε να έρθει και ευτυχώς, όπως τις περισσότερες φορές, είχε αδιάβροχα καθίσματα. Μέχρι τώρα η Κουίμπρα μου έφερνε συνειρμούς fado∙ από δω και πέρα νομίζω ότι θα μου φέρνει σταγόνες.

 Όφειλα αυτή την ανάρτηση στην ξεχωριστή αυτή πόλη, και επειδή ήθελα να σας την παρουσιάσω, αλλά και επειδή σε τούτο το ιστολόγιο πρέπει να υπάρχει καταγραφή της πιο liquid από τις liquid days της ζωής μου.



10.10.12

Στην πόλη του ποιητή


       Η Λισαβόνα κουβαλάει στην καρδιά της σαν φυλαχτό τον ποιητή της.
      Τον συναντάς καθώς περπατάς δίπλα στη θάλασσα, αλμυρή από τα δάκρυα των Πορτογάλων, καθισμένο σε κάποιο πεζούλι, να στοχάζεται. Οι σκέψεις του κοπάδι και οι σκέψεις του όλες, αισθήσεις.
      Τον βλέπεις στα στενά σοκάκια της Αλφάμα, να βαδίζει σκυφτός ανάμεσα στα σκοινιά με τα απλωμένα ρούχα, παρακαλώντας τους θεούς να μην τον θυμούνται.
      Τον παρατηρείς ακίνητο σαν άγαλμα, καθισμένο στο καφενείο όλα τα πράγματα περνούν σε μια παρέλαση μέσα του κι όλες οι πόλεις του κόσμου του ψιθυρίζουν.
      Τον αναγνωρίζεις, σκοτεινή σιλουέτα, στον δρόμο της Σίντρα, στο φως του φεγγαριού̓∙ χαμένο στον μελλοντικό δρόμο, χαμένο στην απόσταση που έφτασε. Μεγάλο προνόμιο να κουβαλάς την ψυχή βαλμένη ανάποδα.
       Τον ακούς τις νύχτες στους δωδεκάχορδους λυγμούς των fados που ξεφεύγουν από τις γρίλιες των παραθύρων, στα χαμηλοτάβανα μαγαζιά της Αλφάμα.
       Τον βλέπεις ζωγραφισμένο με σπρέι στα γαλανόλευκα αζουλέζου των σπιτιών, να ταξιδεύει πάντα κρατημένος από το χέρι της Φαντασίας να αγαπά, να μισεί, να μιλάει, να σκέφτεται πάντα μαζί της.
      Είναι η ψυχή του που δίνει ψυχή στους πλακόστρωτους ανήφορους, στα άδεια παγκάκια, στις γάτες που διαβαίνουν βιαστικές για να τρυπώσουν στη γωνιά τους, στα περιστέρια που κουβεντιάζουν στις χαμηλές μάντρες, στο τραμ που περνάει κουδουνίζοντας για να το προσέξουν οι περαστικοί.
      Και είναι η ψυχή του που σε κάνει να ερωτευτείς τούτη την πόλη, η ποίηση που σε περιμένει στις γωνιές της. «Όπως το στάχυ που υποκλίνεται στον άνεμο κι ορθώνεται όταν παύει να φυσάει».