Σελίδες

18.7.12

Οι φωνές του συγγραφέα


             
                Μόνο οι ασήμαντοι δημιουργοί είναι αληθινά γοητευτικοί· οι πραγματικά προικισμένοι υπάρχουν μόνο στο έργο τους και δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον σαν άτομα. Οι κακοί ποιητές είναι ακαταμάχητα ελκυστικοί· ζουν την ποίηση που δεν τολμούν να γράψουν. Οι καλοί ποιητές γράφουν την ποίηση που δεν τολμούν να πραγματοποιήσουν.

                Αυτές τις ηχηρές δηλώσεις απευθύνει ο αισθητιστής λόρδος Χένρι στον Ντόριαν Γκρέι και μάλλον είναι ο ίδιος ο Όσκαρ Ουάιλντ που μιλάει με τα χείλη του λόρδου. Την απορία που εκφράζει ο νεαρός Ντόριαν θα τη μοιράζονταν αρκετοί από τους βιβλιοφάγους αναγνώστες. Είναι οι συγγραφείς και οι ποιητές το ίδιο συναρπαστικοί με τα βιβλία τους; Κουβαλάνε πίσω τους ζωές πολυτάραχες με πάθη, ανατροπές και ένταση ή διάγουν βίους επίπεδους και ακίνητους, δονούμενους μόνο από τις ζωές των χαρακτήρων τους;

                Ο Ζοζέ Σαραμάγκου έλεγε ότι δάσκαλοί του στη ζωή ήταν οι οι ήρωές του· αυτές οι δεκάδες ανδρών και γυναικών από χαρτί και μελάνι που έμοιαζαν να υπακούνε στις επιθυμίες του συγγραφέα, σαν μαριονέτες που κρέμονται από νήματα και κινούνται με τα χέρια του. Τα νήματα είναι χαλαρά και οι χαρακτήρες έχουν την ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Στην πραγματικότητα όμως είναι παγιδευμένοι στο χέρι του συγγραφέα· απλώς δεν το γνωρίζουν.

                Ίσως αυτό που διακρίνει τον προικισμένο από τον ασήμαντο δημιουργό είναι μια ιδιαίτερη ικανότητα του πρώτου να αποκρυσταλλώνει εικόνες και γεγονότα με τρόπο ταυτόχρονα αναλυτικό και συνθετικό· να ανακυκλώνει συναισθήματα και εμπειρίες, επιβάλλοντάς τα στους χαρακτήρες του και υποβάλλοντάς τα στον αναγνώστη. Ο συγγραφέας ανασυνθέτει τους πραγματικούς καθημερινούς ανθρώπους μετατρέποντάς τους σε λογοτεχνικούς ήρωες. Με τον τρόπο αυτό απομνημονεύει ο ίδιος τις μορφές τους και τους εξασφαλίζει μια μεγαλύτερη διάρκεια, κάποιες φορές αιωνιότητα. «Πουτάνα, Μποβαρύ. Εγώ θα’ χω φύγει κι εσύ θα ζεις ακόμα», φέρεται να έχει πει ο Γκιστάβ Φλομπέρ.

                Μοιραία, οι πρωτόλειοι χαρακτήρες ενός συγγραφέα συχνά γεννιούνται μέσα από τα βιώματα της πρώτης παιδικής και εφηβικής ηλικίας και συνήθως είναι ο τρόπος που τα αφομοιώνει η παιδική ψυχή και όχι τόσο η μοναδικότητα των ίδιων των γεγονότων, που ντύνει τις πρώτες αυτές αφηγήσεις με το άρωμα, τη στόφα του μελλοντικού λογοτέχνη. Η ομιλία του Ζοζέ Σαραμάγκου στην απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1998 άρχιζε ως εξής:


                "Ο σοφότερος άνθρωπος που συνάντησα στη ζωή μου δεν ήξερε ούτε να γράφει ούτε να διαβάζει. Στις τέσσερις τα ξημερώματα, όταν η υπόσχεση μιας καινούριας μέρας πλανιόταν επάνω από τα γαλλικά χώματα, σηκωνόταν από τη σανίδα του και έφευγε για τα βοσκοτόπια παίρνοντας μαζί του μισή ντουζίνα γουρούνια, που με τη γονιμότητά τους ζούσαν εκείνον και τη γυναίκα του. Οι γονείς της μητέρας μου ζούσαν με στερήσεις, πουλώντας τα νεογέννητα γουρουνάκια μόλις αυτά απογαλακτίζονταν στους γείτονές μας στο χωριό Ατσινάγα της επαρχίας Ριμπατέζου. Τα ονόματά τους ήταν Χερόνιμο Μεϊρίνιου και Ζοζέφα Καϊξίνια και ήταν και οι δύο αναλφάβητοι. Τον χειμώνα, όταν το κρύο της νύχτας δυνάμωνε τόσο ώστε να παγώνει το νερό στις κανάτες μέσα στο σπίτι, πήγαιναν στο χοιροστάσιο, έπιαναν τα πιο ασθενικά γουρουνάκια και τα έπαιρναν μαζί τους στο κρεβάτι. Κάτω από τις τραχιές κουβέρτες, η ανθρώπινη ζεστασιά έσωζε τα μικρά ζώα από την παγωνιά και τον σίγουρο θάνατο. Παρόλο που και οι δυο τους ήταν καλοί άνθρωποι, δεν ήταν η συμπόνια που τους έκανε να φέρονται με αυτό τον τρόπο: αυτό που τους απασχολούσε, χωρίς συναισθηματισμό ή ρητορείες, ήταν να προστατεύσουν το καθημερινό τους ψωμί, όπως είναι φυσικό για ανθρώπους που, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζειν, δεν έχουν μάθει να σκέφτονται περισσότερο από το απαραίτητο. Πολλές φορές βοηθούσα τον παππού Χερόνιμο στα καθήκοντα του χοιροτρόφου, πολλές φορές έσκαβα τον λαχανόκηπο που ήταν κολλητά στο σπίτι και έκοβα ξύλα για τη φωτιά, πολλές φορές γυρίζοντας ξανά και ξανά τη σιδερένια ρόδα της αντλίας του νερού, έβγαζα νερό από το κοινοτικό πηγάδι και το κουβαλούσα στους ώμους μου. Μερικές φορές, στα κρυφά, αποφεύγοντας τους άνδρες που φύλαγαν τα χωράφια με το καλαμπόκι, πηγαίναμε με τη γιαγιά την αυγή, οπλισμένοι με τσουγκράνες, σακιά και σπάγκο, να μαζέψουμε τα άχυρα που θα χρησίμευαν σαν στρώμα για τα ζώα. Και κάποτε, τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες, ο παππούς μού έλεγε: ‘Ζοζέ, απόψε θα κοιμηθούμε οι δυο μας κάτω από τη συκιά’. Υπήρχαν δύο ακόμα συκιές, αλλά η συγκεκριμένη, σίγουρα επειδή ήταν η μεγαλύτερη, επειδή ήταν η παλιότερη, σχεδόν χωρίς ηλικία, ήταν για όλους στο σπίτι ‘η συκιά’. Αντονομασία λίγο ή πολύ, μια λόγια λέξη που θα συναντούσα και θα μάθαινα πολλά χρόνια αργότερα… Μέσα στην ησυχία της νύχτας, ανάμεσα από τα κλαδιά των δέντρων, ένα αστέρι εμφανιζόταν για να χαθεί αμέσως πίσω από ένα φύλλο, ενώ καθώς γύριζα τη ματιά μου προς άλλη κατεύθυνση, έβλεπα να κυλάει σαν ποτάμι πάνω στον απέραντο ουρανό, η λευκωπή διαφάνεια του Γαλαξία, ο δρόμος για το Σαντιάγο, όπως τον λέγαμε στο χωριό. Με την αναβολή του ύπνου, η νύχτα γέμιζε με ιστορίες και περιστατικά που διηγούνταν ο παππούς και η γιαγιά: θρύλοι, αποκαλύψεις, τρομακτικές ιστορίες, σπάνια περιστατικά, περασμένοι θάνατοι, μάχες με ραβδιά και πέτρες, οι αφηγήσεις των προγόνων μας, ανεξάντλητοι μύθοι και μνήμες που με κρατούσαν άγρυπνο, ενώ ταυτόχρονα με νανούριζαν ελαφρά. Ποτέ δεν έμαθα αν σώπαινε όταν καταλάβαινε ότι είχα αποκοιμηθεί ή αν συνέχιζε να μιλάει, για να μην αφήσει αναπάντητη την ίδια κάθε φορά ερώτηση ‘Και τι έγινε μετά;’ που του έκανα όταν σταματούσε επίτηδες να διηγείται. Ίσως να επαναλάμβανε τις ιστορίες για δικό του λογαριασμό, για να μην τις ξεχάσει ή για να τις διανθίσει με καινούριες λεπτομέρειες. Στην ηλικία αυτή, όπως όλοι κάνουμε κάποια στιγμή, πίστευα ότι ο παππούς μου ήταν ο παντογνώστης του κόσμου. Όταν με το πρώτο φως με ξυπνούσε το τραγούδι των πουλιών, εκείνος έλειπε, είχε πάει στο χωράφι με τα ζώα του, αφήνοντάς με να κοιμηθώ κι άλλο. Τότε σηκωνόμουν, δίπλωνα τη βαριά κουβέρτα και, ξυπόλητος (στο χωριό περπατούσα ξυπόλητος μέχρι τα δεκατέσσερα), με άχυρα κολλημένα στα μαλλιά, πήγαινα από το φυτεμένο κομμάτι της αυλής στην άλλη μεριά του σπιτιού, που ήταν τα χοιροστάσια. Η γιαγιά μου, πάντα δίπλα στον παππού, έβαζε μπροστά μου ένα μπολ κομμάτια ψωμιού μουσκεμένα σε καφέ και με ρωτούσε αν είχα κοιμηθεί καλά. Αν της έλεγα για κάποιο κακό όνειρο, γεννημένο από τις ιστορίες του παππού, πάντα με καθησύχαζε: ‘Μη δίνεις σημασία, τα όνειρα δεν βγάζουν νόημα’. Εκείνο τον καιρό πίστευα ότι, παρόλο που  η γιαγιά ήταν επίσης πολύ σοφή γυναίκα, δεν έφτανε στο ύψος του παππού, ο οποίος, καθισμένος κάτω από μια  συκιά με τον εγγονό του πλάι, μπορούσε με λίγες λέξεις να θέσει σε κίνηση τον πλανήτη. Μόνο αργότερα, όταν ο παππούς είχε φύγει από τη ζωή κι εγώ ήμουν πια άνδρας, συνειδητοποίησα ότι και η γιαγιά μου πίστευε στα όνειρα. Δεν εξηγείται αλλιώς το γιατί, ένα βράδυ που καθόταν μπροστά στην πόρτα της καλύβας όπου ζούσε πια μόνη, κοιτάζοντας ψηλά τα μικρά και μεγάλα αστέρια, είπε αυτά τα λόγια: ‘Ο κόσμος είναι τόσο όμορφος και είναι τόσο κρίμα που πρέπει να πεθάνω’. Δεν είπε ότι φοβόταν τον θάνατο, αλλά ότι ήταν κρίμα που έπρεπε να πεθάνει, λες και η σκληρή της ζωή, γεμάτη από ασυμβίβαστη δουλειά, αυτές τις τελευταίες στιγμές δεχόταν την ευλογία ενός υπέρτατου τελευταίου αποχαιρετισμού, την παρηγορητική αποκάλυψη της ομορφιάς. Καθόταν στην πόρτα ενός σπιτιού που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο στον κόσμο, αφού οι άνθρωποι σε αυτό ζούσαν με τα γουρουνάκια σαν να ήταν παιδιά τους, άνθρωποι που τους στενοχωρούσε ο θάνατος επειδή ο κόσμος ήταν όμορφος· και αυτός ο παππούς Χερόνιμο, χοιροτρόφος και παραμυθάς, σαν ένιωσε τον θάνατο να πλησιάζει, πήγε και αποχαιρέτισε ένα προς ένα τα δέντρα του, αγκαλιάζοντάς τα και κλαίγοντας, επειδή ήξερε ότι δεν θα τα ξαναέβλεπε ποτέ.
                Πολλά χρόνια αργότερα, όταν έγραφα για πρώτη φορά για τον παππού Χερόνιμο και τη γιαγιά Ζοζέφα (δεν έχω πει μέχρι τώρα ότι, σύμφωνα με όσους την είχαν γνωρίσει στα νιάτα της, ήταν μια γυναίκα σπάνιας ομορφιάς), συνειδητοποίησα ότι τους μετέτρεπα από συνηθισμένους ανθρώπους σε λογοτεχνικούς χαρακτήρες: μάλλον αυτός ήταν ένας τρόπος να μην τους ξεχάσω, σχεδιάζοντας ξανά και ξανά τις μορφές τους με το μολύβι που αλλοιώνει τη μνήμη, χρωματίζοντας και φωτίζοντας τη μονοτονία μιας βαρετής και χωρίς προοπτική καθημερινότητας, σαν να δημιουργούσα, πάνω στον ευμετάβλητο χάρτη των αναμνήσεων, την υπερφυσική ουτοπία μιας χώρας, όπου αποφασίζει κανείς να περάσει τη ζωή του".
 […]

Και καταλήγει στην ομιλία του ο Σαραμάγκου κάπως έτσι:

"Η φωνή που διάβασε αυτές τις σελίδες δεν είναι παρά η συνήχηση των φωνών των χαρακτήρων μου. Δεν έχω περισσότερη φωνή από τις φωνές που είχαν εκείνοι. Συγχωρήστε με αν αυτό που σε σας φαίνεται λίγο, για μένα είναι το παν".