Σελίδες

3.6.12

No milk today




Ο Σταύρος Μίχος βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του στο Παγκράτι. Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό, 15 Μαΐου. Στο χέρι του κρατούσε ένα άδειο μπουκάλι γάλα∙ αγελαδινό, πλήρες, της γνωστής γαλακτοβιομηχανίας. Η αγελαδίτσα της συσκευασίας είχε το ίδιο φιλικό βλέμμα, σα να επρόκειτο για ένα συνηθισμένο πρωινό του Μαΐου.
Σαν σκηνοθετημένη ειρωνεία, το συμβάν είχε και μουσική υπόκρουση∙ από τα ηχεία του υπολογιστή ακουγόταν μια playlist με εκτελέσεις του No milk today των Herman’s Hermits. Οι άνδρες της αστυνομίας μόρφασαν αδιάφορα, ένας ενημερωμένος ακροατής όμως θα είχε ξεχωρίσει μεταξύ άλλων τους ίδιους τους Herman’s Hermits, τον Vassilikos και τον νεαρό Νορβηγό νικητή της Γιουροβίζιον Alexander Rybak. O ένοικος του διπλανού διαμερίσματος, παρόλο που δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τους ερμηνευτές, δήλωσε στην κατάθεσή του ότι, πριν από αρκετό καιρό, ο Μίχος άκουγε αυτό το τραγούδι από το πρωί μέχρι το βράδυ.
       
        Ακριβώς ένα χρόνο πριν, Δευτέρα 15 Μαΐου, ο Μίχος ξεκλείδωνε την πόρτα του καταστήματός του, ενός μικρού δισκάδικου στο κέντρο της Αθήνας. Είχε αυτή την επιχείρηση σχεδόν είκοσι χρόνια, στο ίδιο σημείο, σ’ ένα στενό πίσω από την Παλιά Βουλή. Το μαγαζί δεν είχε πολλά κέρδη, είχε όμως σταθερή πελατεία που το συντηρούσε∙ ο Μίχος έβγαζε τα έξοδά του καταστήματος και του έμεναν αρκετά χρήματα για να ζει ικανοποιητικά.
Δεν πέρασαν λίγα λεπτά, δεν είχε καν προφτάσει να φτιάξει τον πρώτο καφέ της ημέρας, όταν το κουδουνάκι της εξώπορτας μαρτύρησε την έλευση του πρώτου πελάτη. Γυναίκα, γύρω στα τριανταπέντε∙ ο Μίχος θα μπορούσε να την πει όμορφη, ο καθένας όμως σίγουρα θα την έλεγε λυπημένη.
Ψάχνω ένα τραγούδι στ’ αγγλικά...λέει κάτι σχετικά με το γάλα, είπε σχεδόν ντροπαλά η γυναίκα. No milk today, σκέφτηκε σχεδόν αυτόματα ο Μίχος και μετακίνησε τον κέρσορα πάνω από το αντίστοιχο αρχείο. Οι Herman’s Hermits άρχισαν να παίζουν τη ρυθμική εισαγωγή του κομματιού. Ναι, είπε η γυναίκα, χωρίς τον ενθουσιασμό που θα περίμενε να διαβάσει ο αναγνώστης.
Όχι, εκείνη δεν το ήξερε το τραγούδι. Έψαχνε ένα δώρο για τον γιατρό που την παρακολουθούσε. Ήξερε πως του άρεσε η ποπ μουσική. Τον είχε ακούσει να μουρμουρίζει αυτό το τραγούδι. Ήταν αιματολόγος, ο γιατρός. Είχε οξεία λευχαιμία, εκείνη. Από την ερχόμενη εβδομάδα θα άρχιζε θεραπείες. Ήταν χωρισμένη, δεν είχε παιδιά.
Ο Μίχος είχε μουδιάσει. Παρατηρούσε τα μάτια της, υγρά, χωμένα βαθιά σ’ ένα χλωμό, οστεώδες πρόσωπο. Τη φανταζόταν με μαλλιά αραιωμένα, εξαφανισμένα από τις θεραπείες. Η κουβέντα όμως συνεχιζόταν αβίαστη. Σε λίγο, άρχισε να της λέει τα δικά του. Χωρισμένος κι αυτός, με δύο μεγάλα παιδιά. Έμεναν με τη μητέρα τους στην Αλεξανδρούπολη. Θα είχαν πάει και πιο μακριά, αν γινόταν. Τους μιλούσε στο τηλέφωνο μέρα παρά μέρα. Έπαιρνε πάντα εκείνος, το βράδυ. Κοιμόταν πιο ήρεμος τα βράδια των τηλεφωνημάτων.
Η Λίζα, έτσι έλεγαν τη γυναίκα, έμεινε μαζί του το ίδιο βράδυ. Και το επόμενο, και το μεθεπόμενο. Μοιράστηκαν το φαγητό, το μπάνιο, το κρεβάτι του. Έφερε μερικά πράγματά της στο σπίτι του, να μην τα κουβαλάει πέρα-δώθε. Δεν της χρειάστηκαν όμως για πολύ. Μπήκε στο νοσοκομείο για την πρώτη θεραπεία. Δηλητήρια τα φάρμακα, εξασθενημένος ο οργανισμός από την αρρώστια∙ έμεινε μέσα σχεδόν ένα μήνα. Ο πυρετός ερχόταν κάθε απόγευμα∙ με ραντεβού∙ και κάθε φορά το εξιτήριο πήγαινε πιο πίσω.
      Στα μέσα Ιουλίου, έφυγε ο πυρετός, σχεδόν μαζί με τον γιατρό που έφυγε σε άδεια. Σκιάθο και Αλόννησο θα πήγαινε ο γιατρός, με την οικογένειά του∙ και το σκάφος του∙ δεν το είπε από την αρχή, γιατί το λογάριαζε κι αυτό μες στην οικογένεια.
       Η Λίζα δεν έκανε διακοπές∙ έκανε μεταμόσχευση μυελού. Ο Μίχος την επισκεπτόταν τακτικά. Η αρχική σχέση τους είχε παγώσει στην πορεία. Όμως συνέχιζαν να μιλάνε σαν δυο πολύ καλοί φίλοι. Ο πρώην σύζυγος της Λίζας ερχόταν κι αυτός να τη δει. Συμπαθητικός  άνθρωπος∙ περίεργο που δεν τα είχαν βρει μέχρι τότε οι δυο τους. Φυσικό που τα βρήκαν στη συνέχεια.
       Η μεταμόσχευση μυελού πέτυχε. Η Λίζα ήταν καλά. Ο γιατρός γύρισε από τις διακοπές, ηλιοκαμένος και ξεκούραστος. Είχε μάθει από τους βοηθούς του τα ευχάριστα νέα. Έτσι κι αλλιώς, ενημερωνόταν καθημερινά με το κινητό για την πορεία της Λίζας. Έμαθε και τα άλλα ευχάριστα, για τον σύζυγό της που ξαναγύρισε κοντά της. Έδειξε ότι χαιρόταν πολύ, με αυτή την υποδειγματική επαγγελματική ευγένεια, ομοιόμορφα επιβεβλημένη από τον διευθυντή του τμήματος.
 
      Ο Μίχος συνέχισε να πηγαίνει κάθε πρωί στο δισκάδικο. Η δουλειά λιγόστευε μέρα τη μέρα. Ο κόσμος δεν αγόραζε πια δίσκους∙ σχεδόν δεν άκουγε μουσική. Μόνο τα πρόσωπα των τραγουδιστών στα εξώφυλλα των CD τον κοιτούσαν χαμογελαστά, σχεδόν με απάθεια. Όλα τα άλλα πρόσωπα του φαίνονταν τρομαγμένα, θλιμμένα∙ όπως του είχε φανεί το πρόσωπο της Λίζας εκείνο το πρωί, στις 15 Μαΐου. Όλοι παρακολουθούσαν ειδήσεις, καρφωμένοι στο ίντερνετ ή στην τηλεόραση. Φόροι, περικοπές μισθών, απλήρωτα μεροκάματα και μισθοί. Οι πολιτικοί συνέχιζαν να υπόσχονται∙ φαινόταν όμως ότι κι εκείνοι πια δεν έλπιζαν. Ο Μίχος το έβλεπε στο βλέμμα τους, ιδιαίτερα στις κατά πρόσωπο συνεντεύξεις.
         Το κέντρο της Αθήνας ερημωμένο, χωρίς ζωή. Στα φαρδιά πεζοδρόμια, οι ντόπιοι άστεγοι. Οι αλλοδαποί χωμένοι στα στενά δρομάκια, σαν κυνηγημένοι. Μάλλον όχι «σαν». Κυνηγημένοι στ’ αλήθεια, από ομάδες εθνικιστών με φουσκωτά μπράτσα, στολισμένα με μαιάνδρους.
     
       Λίγο μετά τα Χριστούγεννα, μια Τετάρτη απόγευμα, του έσπασαν το μαγαζί. Άγνωστοι κουκουλοφόροι, είπε η Αστυνομία. Βρήκε τη βιτρίνα ρημαγμένη, γεμάτη θρυμματισμένα γυαλιά. Του είχαν πάρει χιλιάδες CD∙ όλες τις νέες κυκλοφορίες. Στον τοίχο της εισόδου ήταν γραμμένο με μαύρο σπρέι: «ΔΕΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΥΜΕ, ΜΑΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΥΝ». Ο Μίχος είχε παραλύσει εντελώς. Στο καθρέφτισμα της βιτρίνας έβλεπε θρυμματισμένη τη ζωή του.
      Ο ασφαλιστής του ήρθε την άλλη μέρα να δει τις ζημιές. Η ασφαλιστική εταιρεία πήγαινε για κλείσιμο. Λεφτά δεν υπήρχαν. Θα του έδιναν μια μικρή προκαταβολή της αποζημίωσης και τα υπόλοιπα αργότερα, όταν θα έστρωναν τα πράγματα.
      Δεν θα έστρωναν τα πράγματα, τουλάχιστον έτσι έλεγαν στις ειδήσεις. Ο Μίχος είχε σταματήσει να βλέπει τηλεόραση. Την άνοιγε μόνο το πρωί∙ παρακολουθούσε τα κινούμενα σχέδια, πίνοντας παγωμένο γάλα. Μετά τηλεφωνούσε στα παιδιά του∙ τώρα πια κάθε πρωί, ανελλιπώς. Μετά στη Λίζα∙ το σήκωνε ο άντρας της∙ κάθε φορά, τον ρωτούσε ευγενικά τι κάνει και μετά του έδινε τη Λίζα. Συμπαθητικός άνθρωπος∙ ευτυχώς που τα είχαν ξαναβρεί. Κι εκείνη ακουγόταν καλά.
   
      Στις 15 Μαΐου έκλεινε ένας χρόνος από την ημέρα που είχαν γνωριστεί. Η Λίζα τον είχε καλέσει το βράδυ στο σπίτι της. Θα μαζεύονταν μερικοί φίλοι για φαγητό. Ο άντρας της του είχε μιλήσει κι εκείνος στο τηλέφωνο, τονίζοντας την πρόσκληση. Εντάξει, είχε πει ο Μίχος μάλλον ανόρεχτα. Την επόμενη στιγμή το είχε ήδη μετανιώσει.
      Σκέφτηκε να της γράψει ένα CD με μουσική. Ευτυχώς, η προσωπική του δισκοθήκη παρέμενε ακέραια, καλά προστατευμένη μέσα στο ειδικό έπιπλο, στο καθιστικό. Θυμήθηκε το τραγούδι που είχε γίνει αφορμή να γνωριστούν. No milk today. Θα της έγραφε μια συλλογή με όλες τις εκτελέσεις του κομματιού. Για πρώτη φορά μετά από καιρό, ένιωσε ενθουσιασμένος με την ιδέα του∙ τόσο πολύ, που αισθάνθηκε ένα μικρό κάψιμο στο στήθος.
     Έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι και άρχισε να κατεβάζει από τα ράφια της δισκοθήκης τις διαφορετικές εκτελέσεις του κομματιού. Πρώτοι οι Herman’s Hermits… δεύτερος ο Vassilikos….