Σελίδες

26.12.11

Αν δεν προλάβεις να πεθάνεις νέος, πεθαίνεις νάνος



Στη μνήμη του Αργύρη Χιόνη

Τις αληθινά όμορφες γραφές δεν χρειάζεται να τις ψάξεις πολύ∙ σε βρίσκουν εκείνες από μόνες τους. Μερικές φορές δεν ξέρεις καν ποιος είναι ο δημιουργός τους∙ είναι τόσο ζωντανές, που στέκουν όρθιες χωρίς τη βοήθειά του. Έτσι είχε περάσει από δίπλα μου, σχεδόν είκοσι χρόνια πριν, το «Ωραίο καλοκαίρι» των αδελφών Κατσιμίχα, ένα ονειρικό τραγούδι, στο οποίο συμμετείχε και ο Πασχάλης. Περίεργος συνδυασμός, περίεργα γοητευτικοί μου είχαν φανεί οι στίχοι. Ένας παππούς κάνει αμμόλουτρα∙τον ξεχνάνε θαμμένο στην άμμο και όταν τον αναζητούν μετά από μέρες, σηκώνουν το καπέλο του κι αυτός δεν είναι από κάτω. Ένα παιδί δαρμένο γίνεται αχινός∙ οι γονείς του τρώνε την καρδιά του με μαχαίρι και πιρούνι χωρίς να τρυπηθούν. Ένα κυνηγημένο σκυλί τρώει πρώτα την ουρά του, ύστερα το κορμί του και μένει μόνο το κεφάλι του γλειμμένο πάνω στα βότσαλα. Το όνομα του στιχουργού, Αργύρης Χιόνης, δεν μου έλεγε τίποτα όταν άκουσα για πρώτη φορά αυτό το υπέροχο τραγούδι και με τον καιρό είχα πια λησμονήσει εντελώς σε ποιον ανήκαν αυτοί οι καταπληκτικοί στίχοι.
Καμιά δεκαπενταριά χρόνια αργότερα, σε κάποιο βιβλιοπωλείο, έπεσε στα χέρια μου ένα μικρό βιβλίο. Με τράβηξε ο τίτλος: «Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες». Ξεφυλλίζοντάς το, δεν μπορούσα να καταλάβω σε ποιο είδος γραφής ανήκε. Αργύρης Χιόνης, ο μυστηριώδης συγγραφέας του. Ήταν μικρά διηγήματα; Ήταν παραμύθια για μεγάλους; Η σελίδα των περιεχομένων μου φάνηκε από μόνη της ένα ποίημα. Να γράφεις στα χώματα…. Μια πέτρα που δεν είχε τίποτα να χάσει, μέχρι που ανακάλυψε έναν καινούριο κόσμο και τον έχασε… Η ζωοποιός κρεατομηχανή… Άφησα και ξαναπήρα το βιβλίο από τον πάγκο του βιβλιοπωλείου αρκετές φορές εκείνη την ημέρα, μαδώντας λες μια αόρατη μαργαρίτα, μέχρι που τα πέταλά της αποφάσισαν ότι έπρεπε να το αγοράσω. Γυρίζοντας με το μετρό, το διάβασα μονορούφι. Μου έφερε στο νου τα «Μαύρα παραμύθια» του Γιώργου Μανιώτη, ένα άλλο βιβλίο που με είχε εκπλήξει ευχάριστα στα φοιτητικά μου χρόνια. Διάβασα στο ένα αυτί του εξώφυλλου για τον περίεργο συγγραφέα που ζούσε στην ορεινή Κορινθία «καλλιεργώντας τη γη και την ποίηση».
Στη συνέχεια, έπαιρνα χωρίς δεύτερη σκέψη κάθε βιβλίο του Αργύρη Χιόνη που έβρισκα κάθε φορά μπροστά μου και το απολάμβανα φρέσκο, αμέσως μετά την απομάκρυνση από το ταμείο, όρθια περιμένοντας το τραμ ή το μετρό ή βαδίζοντας στο δρόμο και σκοντάφτοντας πάνω σε περαστικούς, ανύποπτους για όλα τα μαγικά γεγονότα που διαμείβονταν στις  πολύτιμες σελίδες των βιβλίων του Χιόνη. Στα «Όντα και μη όντα», είχα σαστίσει όχι τόσο με όλα τα περίεργα, συμβολικά πλάσματα που είχε γεννήσει η ευρηματική φαντασία του Χιόνη, όσο με τον Αργεντινό ποιητή Esteban Argentea Nieve, ένα υπαρκτό πρόσωπο ή έναν ετερώνυμο του ίδιου του Χιόνη, κάτι στο οποίο παρέπεμπε η απόδοση στα ελληνικά του ονόματος του Αργεντινού ποιητή. Μετά ήρθε το αριστουργηματικό «Υπόγειο».  Θυμάμαι να το διαβάζω άπληστα, δυο φορές μονοκοπανιά, περιμένοντας μια φίλη μου σε ένα καφέ  του Mall και όταν εκείνη ήρθε, να της το ξαναδιαβάζω ενθουσιασμένη σχεδόν ολόκληρο μία ακόμα φορά. Η «Φωνή της Σιωπής» του κυκλοφορεί από τότε που την πήρα σε όλο το σπίτι, σε κομοδίνα, κρεβάτια, γραφείο ή έρχεται μαζί μου σε τσάντες, σάκους ή στο χέρι, έτσι για παρέα. Ανοίγω μια τυχαία σελίδα και παίρνω μια τζούρα, έχοντας κάνει κανονική εξάρτηση στον ποιητικό κόσμο αυτού του αθόρυβου δημιουργού.
Οι φράσεις του, κανονικές προφητείες∙ ίσως έτσι απομονωμένος, σαν τον άνθρωπο ανάμεσα σ’ ουρανό και γη, να κοινωνούσε στ’ αλήθεια τα θεϊκά πράγματα. Στοχάζεται πάνω στην ανθρώπινη υπόσταση, ενταγμένη πάντα μέσα σε μια τραυματισμένη φύση που αντεπιτίθεται. Προειδοποιεί: θα’ ρθει μια μέρα που οι άνθρωποι θα μισήσουν τόσο τον εαυτό τους, ώστε θα σφίγγουν με τα χέρια το λαιμό τους και θα στραγγαλίζονται μονάχοι τους. Η ποίησή του κόβει με απαλές, αλλά βαθιές χαρακιές. Η ποίηση πρέπει να’ ναι/ Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο/ Πάνω που θα’ χεις γλυκαθεί/ Να σπας τα δόντια σου. Συχνά η αίσθηση που αφήνει η ποίησή του είναι αυτή η καρυωτακική απαισιοδοξία (Βαρύ φορτίο για τον άνθρωπο η ψυχή, αφάνταστα βαρύ για το τόσο αδύναμο σκαρί. Πάλι καλά που το ταξίδι δεν κρατά πολύ). Η σκέψη του, ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει την ανθρώπινη ύπαρξη μέχρι τα απώτερα περιθώριά της, είναι σχεδόν αναρχικός (είμαστε κάτι πτωματόμυγες/ απάνω στο κουφάρι του καιρού μας). Σκάβει μόνος του την ψυχή του, ψαρεύει μέσα της έχοντας τις λέξεις για «ψαροσκουλήκια», τη ματώνει και προσφέρει το αίμα της μετουσιωμένο σε στίχους. Εξάλλου, η ποίηση είναι ένα ποτήρι αδειανό που το γεμίζουμε με το αίμα μας και ύστερα το προσφέρουμε στους άλλους.
Δεν έχω ακόμα πιστέψει την απώλεια του Αργύρη Χιόνη. Κι αυτό γιατί δεν ξέρω αν πραγματικά υπήρχε άνθρωπος που μπορούσε να πλάθει τέτοιες ιστορίες, χρησμούς, προφητείες και φανταστικά όντα, που ήταν σα να είχαν βγει από χέρι θεού. Βέβαια, η αυστηρή δημογραφική καταγραφή επιβεβαιώνει την αναχώρησή του. Το σχετικό κορμί του «δεν μπόρεσε τον ακατάσχετο να σταματήσει καταρράχτη των ημερών» και «η νύχτα που καραδοκούσε» κέρδισε τελικά τη μάχη. Κι όμως, εμένα μου φαίνεται ότι ο Χιόνης ήταν οι ίδιες οι λέξεις του και αυτές είναι ακόμα ζωντανές. Τις ακούω και απόψε το βράδυ, να κραυγάζουν από τα ράφια της βιβλιοθήκης μου στην ίδια αμείωτη ένταση, τον ίδιο απεγνωσμένο φόβο, την απύθμενη τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα ποιήματά μου θα επιζήσουν/Του χεριού που τα γράφει/…Τα ποιήματά μου με ποιούν δεν τα ποιώ/…Τα μόνα ποιήματα που ποίησα εγώ/Τα μόνα που ήταν πιο αδύναμα από μένα/Είναι όσα τόλμησα να σκίσω ή να μη γράψω. Τις αγαπώ αυτές τις λέξεις του, σαν σταθερές παρουσίες στη ζωή μου. Τις αναζητώ σε στιγμές αδυναμίας ή σε στιγμές δύναμης και προσπαθώ, όσο μπορώ, να μην τις προδίδω. Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες που ονειρεύονται κήπους.
R.I.P. Αργύρης Χιόνης, Χριστούγεννα 2011.


24.12.11

Χλόη Κουτσουμπέλη: Τα κόκκινα κεράσια


Ανέκαθεν τα κόκκινα κεράσια μου θύμιζαν θάνατο.
Η μητέρα μου δεν έζησε αρκετά για να δει τους τεράστιους πίνακες στην πρώτη ατομική μου έκθεση. Το θέαμα, ακόμα και για μένα, ήταν τρομακτικό. Οι εφιάλτες μου είχαν πάρει σάρκα και οστά. Τα κεράσια απλωμένα σε όλη την μικρή γκαλερί σκέπαζαν τα πάντα με το αίμα τους. Οι τοίχοι είχαν γίνει κατακόκκινοι. Οι άνθρωποι ψιθύριζαν ανήσυχοι. Ήμουν σίγουρος ότι φεύγοντας θα κοίταζαν πίσω τους για να δουν αν τα παπούτσια τους άφηναν ματωμένα ίχνη.
Κάθε φορά που βλέπω κεράσια θυμάμαι. Τα άσπρα αδύνατα
δάχτυλά της που έπλεναν μεθοδικά τα κεράσια στον νεροχύτη. Ήταν ολοστρόγγυλα κεράσια σαν πυρακτωμένα ηφαίστεια, έσφυζαν από ζωντάνια έτοιμα να σκάσουν και να πλημμυρίσουν τα πάντα. Κοίταζα το πίσω μέρος του λαιμού της, τον μικρό εκείνο βάλτο ανάμεσα στα ανασηκωμένα της μαλλιά, ένα μαλακό σημείο εντελώς ανυπεράσπιστο και ταυτόχρονα απρόσιτο και ένιωθα προσμονή και απέραντη λύπη.
Ο πατέρας μου πέθανε νωρίς. Η μητέρα μου ήταν νοσοκόμα. Έλειπε πολύ, κυρίως τα βράδια. Κάποιες νύχτες δεν γύριζε καθόλου στο σπίτι. Όσο μεγάλωνα καταλάβαινα την διαφορά. Πότε η μητέρα μου περνούσε την νύχτα στο νοσοκομείο και πότε στο σπίτι κάποιου «φίλου». Πότε είχε τα μαλλιά ανασηκωμένα σε έναν αυστηρό κότσο και πότε λυτά να ανεμίζουν στους ώμους. Πότε φορούσε δαντελωτά εσώρουχα κάτω από την άσπρη στολή και πότε ρούχα πολυφορεμένα, πότε μύριζε ιώδιο και λαστιχένια γάντια και πότε εκείνη την άλλη την ακαθόριστη μυρωδιά που ήταν το άρωμά της και πάλι δεν ήταν, που με κυνηγούσε όλη την μέρα και δεν την πλησίαζα επίτηδες, γιατί δεν άντεχα να την μυρίσω.
Τα βράδια που έμενα μόνος στο σπίτι, έρχονταν κόκκινοι άγγελοι μέσα στο σκοτάδι και με κορόιδευαν. Άλλοτε έπαιζαν παράξενα παιχνίδια που με πονούσαν και άλλοτε με κυνηγούσαν στο δωμάτιο. Τα όνειρά μου ήταν βαριά και μεθυσμένα θαρρείς και έσταζαν κόκκινο κρασί. Το σπίτι γέμιζε παράξενα πουλιά. Μαύρες σκιές φτερούγιζαν στους τοίχους. Για να μην φοβάμαι τραγουδούσα ένα περίεργο νανούρισμα σαν ξόρκι και σχεδόν πάντα έβρεχα το κρεβάτι μου.
Η μητέρα μου ποτέ δεν σχολίαζε την αιτία του καθημερινού αλλάγματος των σεντονιών του κρεβατιού μου. Όταν αυτό όμως συνεχίστηκε και τα πρώτα χρόνια της εφηβείας μου, έπαψε να μου στρώνει το κρεβάτι. Αμίλητη μου άφηνε τα καθαρά σεντόνια πάνω σε μια καρέκλα.
Ύστερα μεγάλωσα. Τις γυναίκες τις γνώρισα μέσα από τα φρούτα. Το πρώτο μου φιλί με μία συμμαθήτρια είχε την γεύση πεπονιού. Ύστερα αγάπησα την Άννα. Μαζί της έμαθα να τρώω μεγάλες φέτες καρπουζιού που άχνιζαν παγωμένες, ροδάκινα που έλιωναν νωχελικά στο στόμα, σταφύλια μικρά και σκληρά που σκλήριζαν καθώς τα μασούσα, στρόγγυλες ροδέλες μπανάνας που κυλούσαν ηδονικά στον ουρανίσκο. Την ερωτεύτηκα. Ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερή μου. Μία μέρα της έσπασα την μύτη. Με γροθιά. Με εγκατέλειψε. Την είχα προειδοποιήσει να μην το κάνει. Άλλαξε πόλη, πήρε αλλού μετάθεση. Δεν έμαθα ποτέ που πήγε. Ήθελα να την σκοτώσω. Ήθελα να πεθάνω.
Τότε ένας καθηγητής μου στην Αρχιτεκτονική ανακάλυψε ότι είχα πηγαίο ταλέντο. Ρίχτηκα με τα μούτρα στην ζωγραφική. Σε καμβά, σε χαρτί, στα χέρια μου, στο κορμί μου. Έριχνα τις σκιές της παιδικής μου ηλικίας στον καμβά και τις χρωμάτιζα. Όμως δεν ήταν λύτρωση. Οι σκιές ζωντάνευαν, πάλλονταν, γίνονταν γυναίκες που με καταβρόχθιζαν, που με κατάπιναν στην σκοτεινή τους άβυσσο. Κλεισμένος μέσα στο δωμάτιο μου ζωγράφιζα για μερόνυχτα χωρίς να έχω καμιά απολύτως επαφή με την πραγματικότητα. Είχα φύγει από το πατρικό μου ύστερα από μια γερή συμπλοκή με τον πατριό μου, τον άντρα που τελικά παντρεύτηκε την μητέρα μου. Του χαράκωσα το πρόσωπο με ένα κομμάτι σπασμένο γυαλί. Την μητέρα μου που πήρε το μέρος του την περίμενα. Έξω από το νοσοκομείο χαράματα. Πήγα να την δείρω. Έκλαιγε. Την έφτυσα μόνο κι έφυγα.
Ο καθηγητής μου μού βρήκε δουλειά σε έναν εκδοτικό οίκο. Έκανα εικονογραφήσεις σε παραμύθια. Ταυτόχρονα τα Σαββατοκύριακα δούλευα σε ένα μπαρ της γειτονιάς μου. Από την γιαγιά μου κληρονόμησα κάτι μερίσματα από μετοχές κι έτσι με όλα αυτά κατάφερα να νοικιάσω ένα μικρό στούντιο στην παλιά πόλη και να πληρώνω τα υλικά για την ζωγραφική. Ο καθηγητής μου με ερωτεύτηκε. Μου ζήτησε να πάω να ζήσω μαζί του. Του αρνήθηκα και δεν τον άφησα ποτέ να με αγγίξει. Νομίζω ότι με φοβόταν. Πάντως κατάφερε να με φέρει σε επαφή με άλλους ζωγράφους και να πάρω μέρος σε τρεις ομαδικές εκθέσεις.
Οι πίνακές μου -συνήθως μεγάλοι- αιφνιδίαζαν και σόκαραν. Τα χρώματα και η βία τους συγκλόνιζαν. Οι κριτικοί άρχισαν να μιλούν για μεγάλο ταλέντο. Ο καθηγητής μου- ζωγράφος και ο ίδιος- άρχισε να καμαρώνει για την ανακάλυψή του. Για μένα όμως ο ίδιος έγινε βάρος. Έβλεπε μέσα από τους πίνακες μου και πίσω από το πρόσωπό μου και αυτό με τρόμαζε. Έδειχνε να νοιάζεται για μένα. Ένας παλιός ξεχασμένος πατέρας. Άραγε έτσι θα ήταν αν είχα πατέρα αναρωτιόμουν; Θα μπορούσα να το συνηθίσω. Ίσως και να άρχιζε να μου αρέσει. Αν δεν έβλεπα τον τρόπο που με κοιτούσε. Το βλέμμα του έπεφτε ωμό επάνω μου και με ανακάτευε. Ένα βράδυ, έγραψα ένα γράμμα στον Κοσμήτορα. Ύστερα από αυτό, ο καθηγητής δεν μου ξαναμίλησε.

- Γνώρισα τον Πι ένα βράδυ σε ένα μπαρ που δούλευε. Μου είπε ότι ήταν ζωγράφος. Το ίδιο βράδυ με κάλεσε σπίτι του για να δω τους πίνακές του. Μου ζήτησε να ποζάρω για αυτόν. Ήμουν τότε πενήντα χρόνων. Αυτός είκοσι επτά. Με έβαλε να ξαπλώσω γυμνή πάνω σε έναν καναπέ. Πάνω στο κορμί μου έβαλε κόκκινα κεράσια. Ύστερα έβαλε τα χέρια στο λαιμό μου και τα πίεσε δυνατά. Ένιωσα τα πνευμόνια μου να πονούν, πάλεψα να ανασάνω. Γύρω από τον λαιμό μου υπήρχε ένα μεταλλικό, ακάνθινο στεφάνι. Σπαρταρούσα σαν τρελή. Με άφησε απότομα κι άρχισε να ζωγραφίζει. Μάζεψα τα ρούχα μου από κάτω και πήγα να βγω από το σπίτι. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Έκλαιγα και ούρλιαζα, φώναζα βοήθεια, ήμουν εκτός εαυτού. Ήρθε κοντά μου και μου έδωσε με το ζόρι να φάω κεράσια. Μου πασάλειψε το στόμα, τον λαιμό, το στήθος. Με απείλησε. Μου είπε ότι αν ποτέ μιλήσω σε κανέναν για όλα αυτά, θα με βρει και θα με σκοτώσει. Είχα δύο παιδιά ακόμα στο Γυμνάσιο. Ο άντρας μου μας είχε εγκαταλείψει. Δεν είχα κανέναν να με προστατέψει. Δεν μίλησα.

Tην έβλεπα να πλένει τα κεράσια στον νεροχύτη και την ένιωσα τόσο απορροφημένη και απόμακρη που θέλησα να την σκοτώσω. Έτσι κι αλλιώς τα κεράσια πάντα με παράπεμπαν στον θάνατο. Όλο αυτό το άδικο παχύρρευστο αίμα τους. Πήρα ένα μαχαίρι από το συρτάρι. Γύρισε και με κοίταξε. Ήταν μεγαλύτερή μου. Είχε πολλές ρυτίδες γύρω από το στόμα και τα μάτια. Ήταν ξανθιά και έμοιαζε με την μητέρα μου. Ήξερα ότι θα με εγκατέλειπε αργά η γρήγορα κι αυτή. Το είδα στο βλέμμα της που τρεμούλιασε. Αποστροφή και φόβος.
-- Είμαι η Άννα Κ., σαράντα χρόνων, καθηγήτρια Αγγλικών. Ναι, φυσικά γνωρίζω τον Πι. Ήμουν καθηγήτρια του πριν από δέκα χρόνια. Τον ερωτεύτηκα. Δεν έχω γνωρίσει άντρα τόσο τρυφερό, τόσο ανοχύρωτο. Μου παρέδωσε τον εαυτό του με αυταπάρνηση. Ήμουν ωστόσο δέκα χρόνια μεγαλύτερη. Αυτός ήταν μόλις είκοσι. Δεν μπορούσα να τον αποχωριστώ. Τελικά ζήτησα μετάθεση και έφυγα σε άλλη πόλη κι έτσι τελείωσε η ιστορία μας. Βίαιος; Όχι ακριβώς. Όταν με άγγιζε, ένιωθα εύθραυστη και γυάλινη. Μου φερόταν σαν να ήμουν πολύτιμη. Όμως ο Π. ζει σε έναν κόκκινο κόσμο γεμάτο πόνο και πάθος.

Μερικές φορές όταν ζωγραφίζω κάτι σπάζει. Νιώθω να δρασκελίζω κάποιο νοητό σύνορο και τότε το σύμπαν μου διαστέλλεται, δεν υπάρχει χρόνος, παρόν, τοίχοι, άνθρωποι, έπιπλα, διαμέρισμα, κόσμος, όλα είναι καμβάς και χρώματα, καλειδοσκόπιο και τρόμος, βουβαμάρα και πανικός, πυροτεχνήματα και φρούτα που εξακοντίζονται μεθυσμένα, που εκπυρσοκροτούν και βάφουν τους τοίχους, μαλακή σάρκα που μέσα της βυθίζομαι, το κορμί της μητέρας μου, τεράστια γυναικεία κορμιά που πλέουν σε μωβ αμνιακό υγρό, απειλητικές φιγούρες που με κυνηγούν κι εκείνη την στιγμή ξέρω ότι πρέπει να ζωγραφίσω, πρέπει να εκτοξεύσω τα υγρά μου χρώματα στον καμβά για να έρθει η ποθητή γαλήνη. Άλλες φορές η ζωγραφική μου κάνει κακό. Μέσα από τα χρώματα ξεπηδάει μία ανάγκη με πολλά κεφάλια, με πολλά στόματα που ουρλιάζουν με γυμνά τα ούλα τους, τότε ένας θυμός σφυροκοπάει στις φλέβες μου που τον αποκαλώ θάνατο.
Μία φορά μόνο έγινα βίαιος. Ήταν με μια γυναίκα που γνώρισα στο μπαρ που δούλευα. Είχα πιεί πολύ. Ήρθε σπίτι μαζί μου για να δει τους πίνακές μου. Ήταν όμορφη, φορούσε μαύρη δαντέλα. Θέλησα να την ζωγραφίσω με κεράσια στο κορμί της. Ενώ την ζωγράφισα μου μίλησε για τα δύο της αγόρια. Πήγαιναν Γυμνάσιο. Την ρώτησα με ποιον τα αφήνει και μπορεί τα βράδια να τριγυρνάει στα μπαρ. «Μόνα», μου απάντησε. «Τα αφήνω μόνα». Κάτι στο φτιασιδωμένο της χαμόγελό της με τα ξέφτια που ξέφευγαν δεξιά κι αριστερά από το στόμα της, με θύμωσε ανεξέλεγκτα. «Μόνα» είπε ανέμελα, σαν να μην υπήρχε η μαύρη τρύπα, το σκοτάδι που δαγκώνει, ο κρύος φόβος, το βρεγμένο κρεβάτι. Ξάφνου στο μυαλό μου ξεπήδησαν κόκκινα κεράσια και την τράνταξα, έγινα βίαιος, δεν ξέρω τι έκανα, δεν θυμάμαι καλά, την έστειλα σπίτι στα παιδιά της, την απείλησα, της είπα να μην τα αφήνει μόνα, της είπα ότι αν την ξαναδώ στο μπαρ κι εγώ δεν ξέρω τι θα της κάνω. Δεν την ξαναείδα.
Έπλενε τα κεράσια στον νεροχύτη με τα λεπτά επιδέξια της δάχτυλα. Νότες πάνω σε μαύρο πιάνο. Άρπαξα ένα μαχαίρι, την πλησίασα από πίσω, αυτή σαν να διαισθάνθηκε κάτι, γύρισε και με κοίταξε. Ήταν μεγαλύτερη μου, ξανθιά κι είχε πολλές ρυτίδες γύρω από τα μάτια και το στόμα. Ήταν η μάνα μου. Με είχε ικετεύσει, εκλιπαρήσει να πάω να την δω. Ο πατριός μου θα έλειπε για λίγες μέρες σε ταξίδι. Είχα να την δω από τότε που την περίμενα ξημερώματα έξω από το νοσοκομείο. Έπλενε κεράσια για να μου τα προσφέρει γιατί ήξερε ότι ήταν το αγαπημένο μου φρούτο. Κοίταξε το μαχαίρι που κρατούσα. Με αποστροφή και φόβο. Κι ύστερα η έκφρασή της άλλαξε. Τα μάτια της μαλάκωσαν και μέσα σε μια στιγμή με γέννησαν ξανά. Καινούργιο, μικρό, άσπιλο.
«Έχεις δίκιο μικρέ μου Πι», μου είπε γλυκά. «Πάντα είχες δίκιο. Μικρέ καλέ μου Πι».
Πέταξα το μαχαίρι στο δάπεδο. Την αγκάλιασα. Τα κεράσια γυμνά και κόκκινα κύλησαν στο πάτωμα και πλημμύρισαν την κουζίνα.

(Δημοσιευμένο στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ)

Μαύρο ή bleu;



Pinot ή Chardonnay; Αυτό το δίλημμα μας είχε βρει με την Ιωάννα στην περσινή γιορτινή μας βόλτα στο κέντρο της Αθήνας (συγκεκριμένα στο εστιατόριο του City Link όπου είχαμε καθίσει για φαγητό). Η στοά τότε ήταν στολισμένη με ήρωες από παραμύθια και ο Hérmés με τα πολύχρωμα φουλάρια που κόστιζαν όσο αμείβεται ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο εφημερίας στο νοσοκομείο. Τα χέρια μας ήταν γεμάτα με όσες σακούλες μπορούν να συγκρατήσουν ανάμεσά τους δέκα ανθρώπινα δάχτυλα. Η Ιωάννα μου είχε κάνει δώρο το καινούριο βιβλίο του Νίκου Θέμελη (τότε δεν ξέραμε ότι θα ήταν το απολύτως τελευταίο).
Η φετινή μας βόλτα ήταν πάλι στα ίδια μέρη. Η στοά ήταν πάλι στολισμένη με τους ίδιους περσινούς ήρωες, ίσως οι μόνοι που έμειναν να στέκονται στο ύψος τους σε μια πόλη που αποσυντίθεται. Ο Hérmés με βιτρίνες χωρίς φουλάρια, μόνο κάτι κολλημένα χαρτιά με ανακοινώσεις για μεγάλες προσφορές. Το εστιατόριο κι αυτό στη θέση του, αλλά μισοάδειο. Ούτε Pinot ούτε Chardonnay φέτος, είπαμε να κάνουμε κάτι άλλο.
Η Ιωάννα είχε δώσει για επισκευή ένα ακριβό στυλό της γνωστής ορεινής μάρκας  στο αντίστοιχο κατάστημα της στοάς, δώρο που είχαν κάνει στον άντρα της. Έχω κι εγώ ένα τέτοιο, κι αυτό δώρο που είχαν κάνει στον Στέλιο. Ανδρικά δώρα, φαίνεται, τα ακριβά στυλό. Γράφουν όμως κι οι γυναίκες (αυτές είναι οι χαρές του γάμου). Μπήκαμε να το πάρουμε. Οι βιτρίνες γεμάτες με πορτοφόλια, στυλό, πένες, σημειωματάρια, χαρτοφύλακες, τα περισσότερα σε μαύρο χρώμα, να κάνουν αντίθεση με το λευκό του όρους. Η νεαρή πωλήτρια ντυμένη κι αυτή στα μαύρα. Έδωσε στην Ιωάννα το στυλό και μια κόλλα για να το δοκιμάσει. Δεν έγραφε. Χρειάζεται ανταλλακτικό, της είπε με ύφος μπλαζέ. Απόρησα που ενώ ο μισθός της δεν πρέπει να της φτάνει για να αγοράσει κάποιο από τα στυλό, της έφτανε να έχει αυτό το σνομπ ύφος.  Να πάρω ένα ανταλλακτικό, πείστηκε η Ιωάννα. Μαύρο ή bleu; (ιδού το φετινό δίλημμα, μόλις το ξεστόμισε η νεαρά), το bleu ειπωμένο με τέλεια γαλλική προφορά, δικαιολογημένα ίσως λίγο ορεινή. Την Ιωάννα την έπιασε νευρικό γέλιο και προσπαθούσε να το κρύψει με τον ίδιο πανικό που την είχε καταλάβει, όταν είχε αρχίσει να χτυπάει το κινητό της εν τω μέσω της συναυλίας του Ντάνιελ Μπαρενμπόιμ στο Ηρώδειο και δεν μπορούσε να το βρει μέσα στην τσάντα της  (είχα φοβηθεί τότε ότι ο Μπαρενμπόιμ θα την σημάδευε από το πόντιουμ με τη μπαγκέτα, ευτυχώς όμως δεν βγήκα αληθινή). Bleu διάλεξε τελικά, μη μπορώντας να αντισταθεί στη γαλλική φινέτσα της πωλήτριας.
Βγήκαμε από το κατάστημα με το επισκευασμένο στυλό και πήγαμε στον Ιανό. Πήραμε μερικά βιβλία (τα δάχτυλά μας είχαν χώρο και για άλλα). Ο Θέμελης δεν υπάρχει πια κι έτσι η Ιωάννα δεν μου πήρε βιβλίο του, αλλά μια κούπα με τον Όσκαρ Ουάιλντ και μια κασετίνα με τον Ρεμπώ. Εγώ της πήρα το «Ηδονή στον κρόταφο» της Ζυράννας. Καθίσαμε στο καφέ και δοκιμάσαμε σαλάτες και σάντουιτς. Μετά συνεχίσαμε στην Κοραή με cinnamon rolls, αυτές τις γλυκές αμερικανιές που κάνουν ολόκληρο τον πεζόδρομο να μοσχοβολάει.
Από την πλατεία Κλαυθμώνος ακούγονταν άριες από ένα υπαίθριο μουσικό πρόγραμμα (ο φερετζές που έλειπε της Μαριορής). Η Αθήνα σκοτεινή και παγωμένη. Οι βιτρίνες γεμάτες με προσφορές (πληρώνετε ένα, παίρνετε ενάμισι), τα καταστήματα άδεια. Οι περαστικοί βάδιζαν βιαστικά, σκυφτοί και κουκουλωμένοι, κυνηγημένοι από την ίδια τους τη ζωή που ψάχνει δανεικά.
Μπήκαμε στο μετρό. Μαύρο ή bleu; Έτσι θα λέγεται η φετινή ανάρτηση, είπα στην Ιωάννα. Σκάσαμε στα γέλια. Ο κόσμος στο βαγόνι μας κοιτούσε με απορία.

20.12.11

Οι χειραψίες των ποιητών

Κάτι που πάντα προσέχω την πρώτη φορά στους ανθρώπους είναι η χειραψία. Σφιχτή ή χαλαρή, ιδρωμένη ή στεγνή, κρύα ή ζεστή, η πρώτη αυτή χειραψία μαρτυράει τον κάτοχό της, τον συστήνει. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν οι χειραψίες των ποιητών διαφέρουν από εκείνες των υπόλοιπων ανθρώπων, αν είναι αέρινες ή παλλόμενες, αν εγκαταλείπουν στην παλάμη αποτυπωμένους στίχους ή δάκρυα ή πέταλα λουλουδιών. Θεωρητικά, είχα μια ευκαιρία να το παρατηρήσω, εκείνο το βράδυ που μου έδωσε το χέρι της η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Μπήκα στο σπίτι του Γιάννη με μια σχετική αγωνία, πώς είναι όταν βρίσκεσαι κοντά σε ένα σημαντικό πρόσωπο που θαυμάζεις, εσύ και πολλά εκατομμύρια άλλων ανθρώπων. Καθόταν σε μια πολυθρόνα, χαμογελαστή. Μας σύστησαν. Άπλωσε το χέρι της και της έδωσα το δικό μου. «Πω, πω, παγωμένο το χεράκι σου», αναφώνησε με τη χαρακτηριστική μπάσα φωνή της και αιχμαλώτισε το χέρι μου μέσα στα δυο δικά της, σαν να επρόκειτο να το ζεστάνει.  Το πρόσωπό της έγινε περισσότερο χαμογελαστό.
Ήταν κάπως κρύα η βραδιά-ε, χειμώνας είναι-είχα χάσει λίγο και τον δρόμο του Γιάννη-συνηθισμένο κι αυτό για μένα, πάγωσαν τα χέρια μου. Και καλοκαίρι όμως να ήταν, πάλι παγωμένα θα ήταν. Ξύλα. Συχνά μου συμβαίνει, ιδίως όταν έχω άγχος για κάτι. Κρύα χέρια, ζεστή καρδιά, λέει ο λαός κι έχει δίκιο. Μη φτιάχνετε όμως με το μυαλό σας συναισθηματικές ερμηνείες . Στρεσάρεται ο οργανισμός, βγαίνει τσάρκα η αδρεναλίνη, γκαζώνει η καρδιά, συστέλλονται τα αγγεία, παγώνουν τα χέρια. Εκείνο το βράδυ, η όποια συστολή ή νευρικότητα μου έφυγε μονομιάς μετά τη χειραψία της Κατερίνας. Αυτό το «πω, πω, παγωμένο το χεράκι σου» ήταν ειπωμένο ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που μου το έλεγε η γιαγιά μου, μου το λέει η μητέρα μου, ο Στέλιος, οι στενές μου φίλες, οι κοντινοί μου άνθρωποι.

Και η Κατερίνα έγινε κοντινός άνθρωπος εκείνο το βράδυ, όχι μόνο για μένα, αλλά και για τους υπόλοιπους της παρέας που την γνώριζαν από κοντά για πρώτη φορά. Όλοι βέβαια την ξέραμε από τα μαγικά της ποιήματα και όλοι την είχαμε ακούσει να τα απαγγέλλει σε κάποια λογοτεχνική βραδιά, όμως ήταν εντελώς διαφορετική αυτή η αίσθηση του «από κοντά». Μια μεγάλη ποιήτρια και ταυτόχρονα-ανάμεσά μας-μια κεφάτη γυναίκα με πηγαίο αυτοσαρκαστικό χιούμορ, με τη γοητευτική απροειδοποίητη εναλλαγή αυτών των δύο ιδιοτήτων μπροστά στα μάτια μας. «Δεν υπήρξα ποτέ όμορφη», μας δήλωσε και-ίσως φανεί περίεργο-αυτό ακούστηκε σαν ψέμα. Όχι, μόνο τα χαρακτηριστικά της ίσως είναι άσχημα. Η ίδια είναι όμορφη, πολύ όμορφη, μόνο έτσι εξηγείται ότι δεν μπορούσαμε να πάρουμε τα μάτια μας από πάνω της όλοι και όλες εμείς οι αποδεδειγμένα όμορφοι, με τα περιποιημένα πρόσωπα και τα καλοχτενισμένα μαλλιά.
Μας μιλούσε με αληθινή γλύκα για τη ζωή της, για τους φίλους της που έχουν φύγει, για τον Νίκο Καρούζο, για τον νονό της τον Καζαντζάκη (πώς αλλιώς να γίνει μεγαλώνοντας ένα μωρό που το λάδωσαν και το μύρωσαν τέτοια χέρια), για τα σχολικά της χρόνια και για τη ζωή της τώρα, στα μεγάλα και δύσκολα χρόνια. Κουβεντιάσαμε αναπόφευκτα  και για τη σημερινή θλιβερή κατάσταση της χώρας, για τους πολιτικούς και τους απλούς πολίτες, για την οικονομική κρίση. «Κάτι που λείπει σήμερα είναι η παρέα», είπε η Κατερίνα και αυτό το «παρέα» το τόνισε τόσο πολύ, που σκέφτηκα ότι αν το έγραφε, θα ήταν σίγουρα με κεφαλαία. Ανάμεσα, σταματούσε τη συζήτηση, έπινε μια μεγάλη λαίμαργη γουλιά από το ωραίο κόκκινο κρασί (έτσι πρέπει να είναι οι ποιητές, λαίμαργοι για τη ζωή μέχρι την τελευταία της σταγόνα) και μας διάβαζε ποιήματα, από την Ανορεξία της Ύπαρξης και παλαιότερα. Μπλέκονταν ταιριαστά τα δικά της ποιήματα με εκείνα του Γιάννη, ένας κανονικός ποιητικός διάλογος, ένα jam session ποίησης. Όλη την ώρα που η Κατερίνα διάβαζε τα δικά της γραπτά, γινόταν όμορφη, τόσο όμορφη που όλοι σαστίζαμε κι έφευγε το μυαλό μας από τα τρέχοντα και ξεπόρτιζε από το σπίτι του Γιάννη σαν λαθρεπιβάτης στο όνειρο, απελευθερωμένο από τα καταναγκαστικά παροράματα της πραγματικότητας.  Μας βρήκε η επόμενη μέρα-θα μπορούσε να μας βρει και το πρωί-κι ακόμα διαβάζαμε και γελούσαμε και σιγοπίναμε.
Όταν έφυγα από το σπίτι του Γιάννη, βγήκα ξανά στην κρύα βραδιά, ζεσταμένη τώρα και στο σώμα και στην ψυχή. Περπάτησα αργά μέχρι το αυτοκίνητό μου. Γυάλιζε από την υγρασία. Έβγαλα το τηλεκοντρόλ να ξεκλειδώσω και-τι περίεργο!-η παλάμη μου είχε παραμείνει  ζεστή και ροδαλή, σα να φορούσα γάντι. Μπήκα μέσα στο αυτοκίνητο, αλλά δεν ξεκίνησα αμέσως. Κάθισα για λίγο σχεδόν ακίνητη. Μόνη μου συμμετοχή στο στροβίλισμα του κόσμου η ανάσα μου που έβγαινε σταθερή.
Όταν όλα τα δύσκολα μοιάζουν ανθρώπινα κι όλα τ’ ανθρώπινα δύσκολα, έρχεται η ποίηση και κάθεται δίπλα σου, θα έλεγε πολύ σοφά η Τζούλια την επόμενη μέρα. Και είναι ανεκτίμητη η παραμυθία που σου χαρίζεται τότε, θα πρόσθετα εγώ, σαν να κλείνει κάποιος σφιχτά μέσα στα δυο του χέρια το δικό σου παγωμένο χέρι για να το ζεστάνει.

16.12.11

Μια φωτογραφία, ένας θάνατος



Ξεδιάλεξα χθες κάποιες παλιές φωτογραφίες τραβηγμένες σ’ ένα ταξίδι στο Hong Kong πριν από δεκαπέντε χρόνια. Ανέβασα μερικές στο facebook, τις είδαν οι φίλοι, μού έβαλαν likes. Κάποιες άλλες τις κράτησα στην άκρη. Ανάμεσά τους, οι φωτογραφίες μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Η γυναίκα αυτή καθόταν κατάχαμα στην αγορά της Kowloon περιτριγυρισμένη από καλάθια με άχρηστα (για τον μέσο άνθρωπο) πράγματα. Στεκόμουν παράμερα με τη μηχανή έτοιμη. Ο εξελιγμένος (για την εποχή εκείνη) τηλεφακός μου μού επέτρεπε να μην προδοθώ. Έτσι κι αλλιώς, η ηλικιωμένη γυναίκα δεν έβλεπε από την πείνα. Έτρωγε ένα τρισάθλιο φαγητό και αφού εξάντλησε το περιεχόμενο του δίσκου, άρχισε να γλείφει τα υπολείμματα με λαιμαργία.
Ξαναβλέποντας μετά από τόσα χρόνια τη σειρά των φωτογραφιών της γυναίκας αυτής (λαίμαργα κι εγώ τράβηξα αρκετά στιγμιότυπα), νιώθω ενοχή, την ίδια που φαντάζομαι πως διακατέχει τους μεγάλους φωτογράφους που μας χαρίζουν τις αριστουργηματικές απεικονίσεις των αποσκελετωμένων παιδιών της Αφρικής ή των ακρωτηριασμένων της Βαγδάτης. Νιώθω επίσης τρόμο μπροστά σε μια επικείμενη ανάλογη προοπτική, κοντινή και τοπικά και χρονικά. Οι ρακοσυλλέκτες είναι πλέον συνηθισμένα συναπαντήματα στην τακτοποιημένη ροή της καθημερινότητάς μας. Δεν τους δείχνουν πια με το δάχτυλο ούτε τα παιδιά, ούτε καν τα μικρότερα από αυτά. Τους διακομίζει το ΕΚΑΒ στα νοσοκομεία και προσπαθούμε να μαζέψουμε ιατρικά, νοσηλευτικά και κοινωνικά ό,τι μαζεύεται από ζωές αποσκελετωμένες, βρώμικες και παραιτημένες. Ιστορίες ανατριχιαστικές, σκοτάδι, παγωνιά, δυσωδία, εγκατάλειψη. Φαντίνες και  Θερναδιέροι με ελληνικά ονόματα, οι Άθλιοι των Αθηνών συναγωνίζονται τους Αθλίους του Παρισιού. Σε κάθε τους βήμα παραμονεύει ο θάνατος, όσο κι αν δεν θέλουν να το πιστεύουν. Γιατί ο θάνατος συμπαθεί τη φτώχεια, την εξαθλίωση κι ας γράφεται ότι μπροστά του όλοι είναι ίσοι, φτωχοί και πλούσιοι.
Ο θάνατος το στρώνει, έλεγε ο Γιάννης Βαρβέρης και είχε δίκιο. Ο θάνατος αγαπά τα γνώριμα μέρη, εκεί όπου υπάρχει κι άλλος θάνατος. Ο νόμος της σειράς στην πιο αποκρουστική και απευκταία εκδοχή του.

9.12.11

Το τελευταίο κλικ


Είναι μια ιστορία από τα άγουρα χρόνια, από κείνες που κρατάς για να αποδεικνύεις στα εγγόνια σου ότι η γιαγιά τους υπήρξε κάποτε νέα γυναίκα. Μια πόλη μεγάλου ελληνικού νησιού ο τόπος , φθινόπωρο η εποχή, δραχμή το νόμισμα. Με φιλοξενεί στο σπίτι του ένας φίλος μου, που δεν θα πάρει μέρος στην ιστορία, γιατί την ώρα αυτή έχει μάθημα στη σχολή του.
Τα πεζοδρόμια της πόλης στρωμένα με κιτρινοπράσινα κιλίμια από φύλλα, ο ουρανός δραματικός, γκριζογάλανος, παραγεμισμένος με λευκά σύννεφα. Έτοιμο θέμα για φωτογραφία, πανέτοιμη και η καινούρια μου  Canon για την επίσημη πρεμιέρα της. Την κρατάω φασκιωμένη σαν χρονιάρικο μωρό και περιπλανιέμαι στους δρόμους. Φυσάει μανιασμένος αέρας, νιώθω το χώμα από τα παρτέρια να σηκώνεται και να εισχωρεί στις τρύπες της πλεκτής μπλούζας μου. Περπατώ χωρίς καμιά από τις ύστερες έννοιες, αγωνιώντας μόνο για το βάθος πεδίου, το κάδρο και την εστίαση του φακού. Φωτογραφίζω με περίσκεψη, καθότι δεν έχει φτάσει η εποχή της ψηφιακής φωτογραφίας και η εμφάνιση και εκτύπωση είναι αρκετά αλμυρές για το φοιτητικό μου χαρτζιλίκι.
Πλησιάζω τα παρτέρια με τα φυτεμένα λουλούδια εστιάζοντας, μέχρι να μη μπορεί να διορθωθεί με κανένα τρόπο η θολούρα. Χρειάζεσαι φακό macro, μου υπαγορεύει ο ακόρεστος νεανικός εαυτός μου. Οι ρυτίδες των φύλλων δεν καθαρίζουν καθόλου με τον εξοπλισμό που διαθέτω. Οι ντόπιοι πηγαίνουν βιαστικοί στις δουλειές τους και είμαι η μοναδική παραφωνία στην περιοχή, μαζί μ’ ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που κάνει την πρωινή βόλτα του (πιθανόν καθ’ υπόδειξη του οικογενειακού γιατρού) κι ένα μαύρο κοκκαλιάρικο σκυλί που με κοιτάει με μαύρο παρακλητικό βλέμμα ζητιάνου.
Σταματάω σε έναν κατακόκκινο ιβίσκο και εστιάζω. Κλικ! ακούγεται ο ηδονικός ήχος σύλληψης της φωτογραφίας και… τι στο καλό… μαυρίλα… σκοτείνιασε το μάτι της μηχανής… έγινε ίδιο με του σκύλου (με μάτιασε το παλιόσκυλο)… ο φωτοφράχτης παραμένει κλειστός… πατάω ξανά και ξανά το κουμπάκι… τίποτα…  Μαύρες σκέψεις κυκλώνουν το θολωμένο μου μυαλό-μήπως εκείνο το τελευταίο κλικ ήταν το κύκνειο άσμα; Μη δώσει ο Θεός σε άνθρωπο τέτοια λαχτάρα… Κοιτάζω γύρω μου, δεν ξέρω πολύ καλά την πόλη. Εκτός από φθινόπωρο είναι και η προ κινητών εποχή. Μπαίνω σε ένα-δυο καταστήματα και ρωτάω. Η απάντηση είναι μία: ο Γιώργος. Μόνο αυτός μπορεί να ξέρει. Ο Γιώργος και η Canon σκέφτομαι (ορθολογικά), όμως η ανυπόμονη φύση μου έχει ήδη επιλέξει τον Γιώργο.
Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω, δρόμο ξαναπαίρνω και πριν τον ξαναφήσω, βρίσκω το φωτογραφείο του Γιώργου, σε ήσυχη γειτονιά πίσω από το παλιό λιμάνι. Ανοίγω την πόρτα. Ένα κουδούνισμα προειδοποιεί για την έλευση υποψήφιου πελάτη. Ο Γιώργος είναι γύρω στα σαράντα, μελαχρινός με διακριτικό μουστάκι και γυαλιά με ασημένιο σκελετό. Του λέω το πρόβλημα (η αγωνία μου έχει φτάσει στο αποκορύφωμα). Θέλει να δει τη μηχανή. Χρειάζεται μερικό χρόνο, μία ώρα, ίσως μιάμιση. Να φύγω και να ξαναπεράσω. Νιώθω σαν τον μαύρο σκύλο. Αφήνω τη μηχανή, μαζεύω τα κομμάτια μου και φεύγω.
Τριγυρίζω τώρα στην πόλη με άδεια χέρια. Οι φθινοπωρινές εικόνες με νευριάζουν. Ξαναπερνάω δίπλα από τον μοιραίο ιβίσκο (τώρα που δεν έχω τον πυρετό της φωτογραφίας, προλαβαίνω να παραδεχτώ το κενό γνώσεών μου στα λουλούδια-αν ο ιβίσκος δεν ανθίζει το φθινόπωρο, κάτι άλλο πρέπει να είναι-τουλάχιστον το κόκκινο παραμένει αδιαφιλονίκητο). Αισθάνομαι τα μαλλιά μου ανακατεμένα και κοκκαλωμένα από τη σκόνη. Η ώρα δεν περνάει. Περπατάω χωρίς σκοπό. Ο οικοδεσπότης φίλος μου τώρα θα παρακολουθεί την παράδοση των μαθημάτων Οικονομίας (Μικρο-Μακρο τα λέει για συντομία). Μακάρι να υπήρχαν κινητά, να τον καλούσα για έναν καφέ της παρηγοριάς, θα είχα σκεφτεί αν έβλεπα μπροστά από την εποχή μου. Με το συνηθισμένο μου μυαλό όμως περιορίζομαι μακάρια στο παρόν και συνεχίζω το άσκοπο περπάτημα.
Η πιο μεγάλη ώρα φτάνει και να’ μαι ξανά στο κατώφλι του Γιώργου. Τραβήξτε, ακούω από μέσα τη φωνή. Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω. Εκεί, με μουσική υπόκρουση την Εισαγωγή από τη Δύναμη του Πεπρωμένου, αντικρίζω το πιο φρικιαστικό θέαμα της μέχρι τώρα ζωής μου. Η μηχανή μου διαλυμένη εις τα εξ ων την είχε συνθέσει η τεχνολογία της Canon και o Γιώργος με ματογυάλι ωρολογοποιού και μικροσκοπικά κατσαβίδια και λαβίδες (Μικρο-Μακρο-Μικρο-Μακρο, μήπως άρχισε να μου σαλεύει;) παίρνει ανυπόστατα βιδάκια και τα τοποθετεί σε αόρατες με γυμνό μάτι τρύπες. (Αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, τι θα γραφτεί άραγε στο ιστορικό μου;)
Είχε μπει ένας κόκκος άμμου. Εντάξει, είναι τώρα. Ο Γιώργος μου λέει τη διάγνωση, διακόπτοντας το μουρμούρισμα της θεϊκής μελωδίας του Βέρντι. Συνεχίζει να συναρμολογεί τη μηχανή, ενώ εγώ δίπλα του νιώθω την ανάγκη να προσευχηθώ. Λόγω σχετικής απειρίας, αργώ να επιλέξω ιερό πάροχο και ο Γιώργος προλαβαίνει να τελειώσει το παζλ. Η μηχανή μου είναι πάλι ολόκληρη και λειτουργεί τέλεια!
Αφήνει το ματογυάλι και ξαναφοράει τα ασημένια γυαλιά του. Η όπερα έχει προχωρήσει στην πρώτη πράξη της. Πιάνουμε μια ανάλαφρη κουβέντα για τη φωτογραφία, την ιατρική, τις μεγάλες και τις μικρές πόλεις. Μου ζητάει να ποζάρω για πορτρέτο. Σκέφτομαι τα κολλημένα μαλλιά μου και διστάζω, όμως τελικά η ευγνωμοσύνη υπερισχύει. Μου τραβάει κάποιες κοντινές και κάποιες πιο μακρινές λήψεις. Διορθώνει τη στάση του κεφαλιού μου και φτιάχνει τις λάμπες και τη λευκή ομπρέλα του ανάλογα. Νιώθω αμήχανα. Δεν μου έχει ξανατύχει. Μου ζητάει να ξεκουμπώσω τα πάνω κουμπιά της μπλούζας μου (πόσο μπορεί να κοστίζει η επισκευή; σκέφτομαι). Αρνούμαι περαιτέρω φωτογράφιση και τον ρωτάω τι του οφείλω. Τίποτα, μόνο τη διεύθυνσή μου για να μου στείλει τις φωτογραφίες. Φεύγω από το φωτογραφείο με διπλή ανακούφιση.
Περίπου τρεις εβδομάδες μετά, ο ταχυδρόμος μου παραδίδει ένα φάκελο από χοντρό χαρτί. Η διεύθυνσή μου γραμμένη καλλιγραφικά με μαύρο μαρκαδόρο. Μέσα στον φάκελο τα πορτρέτα μου, ασπρόμαυρα, σε διάφορα μεγέθη, εκτυπωμένα σε ματ φωτογραφικό χαρτί. Απλώνω τις φωτογραφίες πάνω στο κρεβάτι μου και τις κοιτάζω. Η πλεκτή μου μπλούζα είναι κουμπωμένη μέχρι απάνω, τα μαλλιά μου κολλημένα και το βλέμμα μου μαύρο και παρακλητικό σαν του σκύλου της ιστορίας.

7.12.11

Χωρίς τη μαμά σου



                                                                                Στην Άννα

Το Σάββατο σε προσκαλώ
στο πάρτι της γιορτής μου
έλα χωρίς τη μαμά σου
(το έγραψες;
με μικρά γράμματα
να το χωρέσει
το χαρτί
το σπίτι
ο χρόνος)

Η μαμά, όταν θέλει, είναι όμορφη
καλή μαζί
ξεχωριστή μακριά
Έλα χωρίς τη μαμά σου
(το γράφω
να το βλέπεις
στο πλάι με τα ονόματα)

Θα’ χει μπαλόνια η γιορτή
και χρώματα
και τούρτα
χρόνια πολλά
πόσα πολλά;
πόσα χωρίς εκείνη;
Χωρίς τη μαμά σου
(το έγραψες;
να φαίνεται
μην μπερδευτεί και έρθει)

Μικρό το σπίτι
η αντοχή
ασήκωτη η συνήθεια
χωρίς τη μαμά σου
τίποτα δεν μπορείς
γιατί η μαμά
είναι ξεχωριστή
και καλή.

5.12.11

Σπουδή πάνω σ' έναν άδειο καναπέ


Μια φορά και αυτόν τον καιρό. Ένα ζευγάρι: εκείνος κι εκείνη. Επίσης, μια γυναίκα, μια άλλη γυναίκα και μια τρίτη γυναίκα. Όλοι τους καθιστοί.
Εκείνος κι εκείνη, σ’ ένα πολύβουο δωμάτιο, καθισμένοι σ’ ένα καναπέ, με την απόσταση να αναπνέει ανάμεσά τους. Η πρώτη γυναίκα, στο γραφείο της, ζωγραφίζει με χρωματιστά κραγιόνια εκείνον κι εκείνη. Βάζει δάκρυα από πορτοκάλι στο φόρεμα εκείνης. Το πουλόβερ εκείνου το σκουραίνει με μολύβι και μ’ ένα τρεμουλιαστό ζωγραφισμένο περίγραμμα το κάνει να πάλλεται. Η δεύτερη γυναίκα, σκυμμένη πάνω από ένα μεγάλο δρύινο τραπέζι, σμιλεύει πινακίδες από κερί, για να μοιράσει στους μαθητές της. Ανάρπαστες θα γίνουν, σαν κάθε φορά. Η τρίτη γυναίκα κάθεται στην πλατεία ενός θεάτρου. Το έργο δείχνει μια μάνα να καταπίνει την κόρη της πάνω σ’ ένα λευκό καναπέ.
Εκείνος κι εκείνη συνεχίζουν να είναι καθισμένοι στον δικό τους καναπέ. Δεν αγγίζονται. Σχεδόν δεν τολμούν να κοιταχτούν. Η πρώτη γυναίκα ολοκληρώνει το σχέδιο, βάζοντας μια πεταλούδα να εκτελεί ένα τέλειο αυτοκρατορικό πέταγμα με τα διάφανα φτερά της. Η δεύτερη γυναίκα τελειώνει τις πινακίδες της. Το κερί έχει σχεδόν κρυώσει και στερεοποιηθεί. Ετοιμάζει μια μικρή βαλίτσα. Έχει ταξίδι μπροστά της. Για καλό λόγο. Η τρίτη γυναίκα μπαίνει σ’ ένα ταξί, για να γυρίσει σπίτι.
Οι άνθρωποι που στριφογυρίζουν μέσα στο δωμάτιο, νομίζουν πως εκείνος κι εκείνη κάθονται ακόμα δίπλα-δίπλα  στον καναπέ. Μόνο η πρώτη γυναίκα ξέρει πως αυτοί έχουν κιόλας δρασκελίσει το ανοιχτό παράθυρο και αγαπιούνται πάνω στα πεσμένα φύλλα μες στο δάσος. Σχεδιάζει τώρα τον καναπέ άδειο και κλείνει το μπλοκ. Η δεύτερη γυναίκα βρίσκει έξω από την πόρτα της έναν παρατημένο καναπέ. Στο ένα μπράτσο του έχει φωλιάσει μια πεταλούδα με διάφανα φτερά. Τον σέρνει με κόπο μέσα στο σπίτι. Η τρίτη γυναίκα βρίσκει κι αυτή στη γωνιά του δρόμου της έναν άδειο καναπέ. Το ξεθωριασμένο καφέ κάλυμμά του δείχνει τσαλακωμένο από χάδια. Με το κινητό της τον βγάζει μια φωτογραφία. Ευτυχώς, γιατί το άλλο πρωί ο καναπές λείπει.
Υπάρχει στην ιστορία κι άλλος ένας καναπές. Εγκαταλείφθηκε κι αυτός μία μέρα μετά στην ίδια γωνιά του δρόμου της τρίτης γυναίκας, όμως δεν χώρεσε σε τούτη διήγηση, γιατί θα έκανε την ιστορία απίστευτη.

Σημ.1: Η λέξη καναπές είναι ένα αντιδάνειο. Τα ανάκλιντρα, οι αρχαίοι καναπέδες, σκεπάζονταν συχνά από ένα λεπτό ύφασμα, το κωνωπείον ή κωνώπιον (δηλ. την κουνουπιέρα). Η λέξη πέρασε στα λατινικά ως conopeum ή conopium και από εκεί στα μεσαιωνικά γαλλικά ως conope και, παθαίνοντας αυτό που οι γλωσσολόγοι ονομάζουν «σημασιολογική επέκταση», έφτασε να δηλώνει όχι μόνο το κάλυμμα, αλλά και το ίδιο το έπιπλο, και τελικά μόνο το έπιπλο, σκεπασμένο ή ξεσκέπαστο.
Σημ. 2: Η παραπάνω ιστορία μπορεί να θεωρηθεί σπουδή πάνω σ’ ένα ποίημα της Χλόης Κουτσουμπέλη ή απόδειξη των αόρατων δυνάμεων-διαδικτυακών και μη- που ενώνουν τους ανθρώπους.

1.12.11

Donald Justice: Τα χέρια

(φωτ. Bill Brandt)


Τα χέρια δεν έβρισκαν πια
Ευτυχία μέσα στις τσέπες
                     GUILLEVIC

Δεν γνωρίζουν πλέον τα χέρια
Την ευτυχία της τσέπης.

Κάποτε κρέμονται αριστερά και δεξιά της μέσης
Σαν τα νεκρά βαρίδια του ρολογιού.

Κάποτε σφίγγονται σε γροθιές
Γύρω από το λαιμό της οργής.

Παλιότερα ήταν αδέλφια
Ν' αγκαλιάσεις, ώμοι πάνω τους να στηριχτείς.

Αν τώρα ξεδιπλώνονται σαν χάρτες,
Όλες τους οι χώρες μοιάζουν ξένες.

Ονειρεύονται την επιστροφή
Στο σκοτεινό σπίτι της τσέπης.

Θέλουν να ξεπλύνουν από πάνω τους
Το αίμα παλιών χαιρετισμών,

Να τρίψουν τις οσμές
Της σάρκας που δοκίμασαν.

Και το μόνο που αδράχνουν είναι αέρας.
Σκεφθείτε τα χέρια σαν αναπνοή,

Μέσα, έξω. Σκεφθείτε
Τα άδεια χέρια.

(Απόδοση: Γιάννης Παλαβός)

Δημοσιευμένο στο περιοδικό "ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ", 
ν. 183-184, Οκτώβριος 2011