Σελίδες

26.12.11

Αν δεν προλάβεις να πεθάνεις νέος, πεθαίνεις νάνος



Στη μνήμη του Αργύρη Χιόνη

Τις αληθινά όμορφες γραφές δεν χρειάζεται να τις ψάξεις πολύ∙ σε βρίσκουν εκείνες από μόνες τους. Μερικές φορές δεν ξέρεις καν ποιος είναι ο δημιουργός τους∙ είναι τόσο ζωντανές, που στέκουν όρθιες χωρίς τη βοήθειά του. Έτσι είχε περάσει από δίπλα μου, σχεδόν είκοσι χρόνια πριν, το «Ωραίο καλοκαίρι» των αδελφών Κατσιμίχα, ένα ονειρικό τραγούδι, στο οποίο συμμετείχε και ο Πασχάλης. Περίεργος συνδυασμός, περίεργα γοητευτικοί μου είχαν φανεί οι στίχοι. Ένας παππούς κάνει αμμόλουτρα∙τον ξεχνάνε θαμμένο στην άμμο και όταν τον αναζητούν μετά από μέρες, σηκώνουν το καπέλο του κι αυτός δεν είναι από κάτω. Ένα παιδί δαρμένο γίνεται αχινός∙ οι γονείς του τρώνε την καρδιά του με μαχαίρι και πιρούνι χωρίς να τρυπηθούν. Ένα κυνηγημένο σκυλί τρώει πρώτα την ουρά του, ύστερα το κορμί του και μένει μόνο το κεφάλι του γλειμμένο πάνω στα βότσαλα. Το όνομα του στιχουργού, Αργύρης Χιόνης, δεν μου έλεγε τίποτα όταν άκουσα για πρώτη φορά αυτό το υπέροχο τραγούδι και με τον καιρό είχα πια λησμονήσει εντελώς σε ποιον ανήκαν αυτοί οι καταπληκτικοί στίχοι.
Καμιά δεκαπενταριά χρόνια αργότερα, σε κάποιο βιβλιοπωλείο, έπεσε στα χέρια μου ένα μικρό βιβλίο. Με τράβηξε ο τίτλος: «Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες». Ξεφυλλίζοντάς το, δεν μπορούσα να καταλάβω σε ποιο είδος γραφής ανήκε. Αργύρης Χιόνης, ο μυστηριώδης συγγραφέας του. Ήταν μικρά διηγήματα; Ήταν παραμύθια για μεγάλους; Η σελίδα των περιεχομένων μου φάνηκε από μόνη της ένα ποίημα. Να γράφεις στα χώματα…. Μια πέτρα που δεν είχε τίποτα να χάσει, μέχρι που ανακάλυψε έναν καινούριο κόσμο και τον έχασε… Η ζωοποιός κρεατομηχανή… Άφησα και ξαναπήρα το βιβλίο από τον πάγκο του βιβλιοπωλείου αρκετές φορές εκείνη την ημέρα, μαδώντας λες μια αόρατη μαργαρίτα, μέχρι που τα πέταλά της αποφάσισαν ότι έπρεπε να το αγοράσω. Γυρίζοντας με το μετρό, το διάβασα μονορούφι. Μου έφερε στο νου τα «Μαύρα παραμύθια» του Γιώργου Μανιώτη, ένα άλλο βιβλίο που με είχε εκπλήξει ευχάριστα στα φοιτητικά μου χρόνια. Διάβασα στο ένα αυτί του εξώφυλλου για τον περίεργο συγγραφέα που ζούσε στην ορεινή Κορινθία «καλλιεργώντας τη γη και την ποίηση».
Στη συνέχεια, έπαιρνα χωρίς δεύτερη σκέψη κάθε βιβλίο του Αργύρη Χιόνη που έβρισκα κάθε φορά μπροστά μου και το απολάμβανα φρέσκο, αμέσως μετά την απομάκρυνση από το ταμείο, όρθια περιμένοντας το τραμ ή το μετρό ή βαδίζοντας στο δρόμο και σκοντάφτοντας πάνω σε περαστικούς, ανύποπτους για όλα τα μαγικά γεγονότα που διαμείβονταν στις  πολύτιμες σελίδες των βιβλίων του Χιόνη. Στα «Όντα και μη όντα», είχα σαστίσει όχι τόσο με όλα τα περίεργα, συμβολικά πλάσματα που είχε γεννήσει η ευρηματική φαντασία του Χιόνη, όσο με τον Αργεντινό ποιητή Esteban Argentea Nieve, ένα υπαρκτό πρόσωπο ή έναν ετερώνυμο του ίδιου του Χιόνη, κάτι στο οποίο παρέπεμπε η απόδοση στα ελληνικά του ονόματος του Αργεντινού ποιητή. Μετά ήρθε το αριστουργηματικό «Υπόγειο».  Θυμάμαι να το διαβάζω άπληστα, δυο φορές μονοκοπανιά, περιμένοντας μια φίλη μου σε ένα καφέ  του Mall και όταν εκείνη ήρθε, να της το ξαναδιαβάζω ενθουσιασμένη σχεδόν ολόκληρο μία ακόμα φορά. Η «Φωνή της Σιωπής» του κυκλοφορεί από τότε που την πήρα σε όλο το σπίτι, σε κομοδίνα, κρεβάτια, γραφείο ή έρχεται μαζί μου σε τσάντες, σάκους ή στο χέρι, έτσι για παρέα. Ανοίγω μια τυχαία σελίδα και παίρνω μια τζούρα, έχοντας κάνει κανονική εξάρτηση στον ποιητικό κόσμο αυτού του αθόρυβου δημιουργού.
Οι φράσεις του, κανονικές προφητείες∙ ίσως έτσι απομονωμένος, σαν τον άνθρωπο ανάμεσα σ’ ουρανό και γη, να κοινωνούσε στ’ αλήθεια τα θεϊκά πράγματα. Στοχάζεται πάνω στην ανθρώπινη υπόσταση, ενταγμένη πάντα μέσα σε μια τραυματισμένη φύση που αντεπιτίθεται. Προειδοποιεί: θα’ ρθει μια μέρα που οι άνθρωποι θα μισήσουν τόσο τον εαυτό τους, ώστε θα σφίγγουν με τα χέρια το λαιμό τους και θα στραγγαλίζονται μονάχοι τους. Η ποίησή του κόβει με απαλές, αλλά βαθιές χαρακιές. Η ποίηση πρέπει να’ ναι/ Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο/ Πάνω που θα’ χεις γλυκαθεί/ Να σπας τα δόντια σου. Συχνά η αίσθηση που αφήνει η ποίησή του είναι αυτή η καρυωτακική απαισιοδοξία (Βαρύ φορτίο για τον άνθρωπο η ψυχή, αφάνταστα βαρύ για το τόσο αδύναμο σκαρί. Πάλι καλά που το ταξίδι δεν κρατά πολύ). Η σκέψη του, ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει την ανθρώπινη ύπαρξη μέχρι τα απώτερα περιθώριά της, είναι σχεδόν αναρχικός (είμαστε κάτι πτωματόμυγες/ απάνω στο κουφάρι του καιρού μας). Σκάβει μόνος του την ψυχή του, ψαρεύει μέσα της έχοντας τις λέξεις για «ψαροσκουλήκια», τη ματώνει και προσφέρει το αίμα της μετουσιωμένο σε στίχους. Εξάλλου, η ποίηση είναι ένα ποτήρι αδειανό που το γεμίζουμε με το αίμα μας και ύστερα το προσφέρουμε στους άλλους.
Δεν έχω ακόμα πιστέψει την απώλεια του Αργύρη Χιόνη. Κι αυτό γιατί δεν ξέρω αν πραγματικά υπήρχε άνθρωπος που μπορούσε να πλάθει τέτοιες ιστορίες, χρησμούς, προφητείες και φανταστικά όντα, που ήταν σα να είχαν βγει από χέρι θεού. Βέβαια, η αυστηρή δημογραφική καταγραφή επιβεβαιώνει την αναχώρησή του. Το σχετικό κορμί του «δεν μπόρεσε τον ακατάσχετο να σταματήσει καταρράχτη των ημερών» και «η νύχτα που καραδοκούσε» κέρδισε τελικά τη μάχη. Κι όμως, εμένα μου φαίνεται ότι ο Χιόνης ήταν οι ίδιες οι λέξεις του και αυτές είναι ακόμα ζωντανές. Τις ακούω και απόψε το βράδυ, να κραυγάζουν από τα ράφια της βιβλιοθήκης μου στην ίδια αμείωτη ένταση, τον ίδιο απεγνωσμένο φόβο, την απύθμενη τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα ποιήματά μου θα επιζήσουν/Του χεριού που τα γράφει/…Τα ποιήματά μου με ποιούν δεν τα ποιώ/…Τα μόνα ποιήματα που ποίησα εγώ/Τα μόνα που ήταν πιο αδύναμα από μένα/Είναι όσα τόλμησα να σκίσω ή να μη γράψω. Τις αγαπώ αυτές τις λέξεις του, σαν σταθερές παρουσίες στη ζωή μου. Τις αναζητώ σε στιγμές αδυναμίας ή σε στιγμές δύναμης και προσπαθώ, όσο μπορώ, να μην τις προδίδω. Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες που ονειρεύονται κήπους.
R.I.P. Αργύρης Χιόνης, Χριστούγεννα 2011.


24.12.11

Χλόη Κουτσουμπέλη: Τα κόκκινα κεράσια


Ανέκαθεν τα κόκκινα κεράσια μου θύμιζαν θάνατο.
Η μητέρα μου δεν έζησε αρκετά για να δει τους τεράστιους πίνακες στην πρώτη ατομική μου έκθεση. Το θέαμα, ακόμα και για μένα, ήταν τρομακτικό. Οι εφιάλτες μου είχαν πάρει σάρκα και οστά. Τα κεράσια απλωμένα σε όλη την μικρή γκαλερί σκέπαζαν τα πάντα με το αίμα τους. Οι τοίχοι είχαν γίνει κατακόκκινοι. Οι άνθρωποι ψιθύριζαν ανήσυχοι. Ήμουν σίγουρος ότι φεύγοντας θα κοίταζαν πίσω τους για να δουν αν τα παπούτσια τους άφηναν ματωμένα ίχνη.
Κάθε φορά που βλέπω κεράσια θυμάμαι. Τα άσπρα αδύνατα
δάχτυλά της που έπλεναν μεθοδικά τα κεράσια στον νεροχύτη. Ήταν ολοστρόγγυλα κεράσια σαν πυρακτωμένα ηφαίστεια, έσφυζαν από ζωντάνια έτοιμα να σκάσουν και να πλημμυρίσουν τα πάντα. Κοίταζα το πίσω μέρος του λαιμού της, τον μικρό εκείνο βάλτο ανάμεσα στα ανασηκωμένα της μαλλιά, ένα μαλακό σημείο εντελώς ανυπεράσπιστο και ταυτόχρονα απρόσιτο και ένιωθα προσμονή και απέραντη λύπη.
Ο πατέρας μου πέθανε νωρίς. Η μητέρα μου ήταν νοσοκόμα. Έλειπε πολύ, κυρίως τα βράδια. Κάποιες νύχτες δεν γύριζε καθόλου στο σπίτι. Όσο μεγάλωνα καταλάβαινα την διαφορά. Πότε η μητέρα μου περνούσε την νύχτα στο νοσοκομείο και πότε στο σπίτι κάποιου «φίλου». Πότε είχε τα μαλλιά ανασηκωμένα σε έναν αυστηρό κότσο και πότε λυτά να ανεμίζουν στους ώμους. Πότε φορούσε δαντελωτά εσώρουχα κάτω από την άσπρη στολή και πότε ρούχα πολυφορεμένα, πότε μύριζε ιώδιο και λαστιχένια γάντια και πότε εκείνη την άλλη την ακαθόριστη μυρωδιά που ήταν το άρωμά της και πάλι δεν ήταν, που με κυνηγούσε όλη την μέρα και δεν την πλησίαζα επίτηδες, γιατί δεν άντεχα να την μυρίσω.
Τα βράδια που έμενα μόνος στο σπίτι, έρχονταν κόκκινοι άγγελοι μέσα στο σκοτάδι και με κορόιδευαν. Άλλοτε έπαιζαν παράξενα παιχνίδια που με πονούσαν και άλλοτε με κυνηγούσαν στο δωμάτιο. Τα όνειρά μου ήταν βαριά και μεθυσμένα θαρρείς και έσταζαν κόκκινο κρασί. Το σπίτι γέμιζε παράξενα πουλιά. Μαύρες σκιές φτερούγιζαν στους τοίχους. Για να μην φοβάμαι τραγουδούσα ένα περίεργο νανούρισμα σαν ξόρκι και σχεδόν πάντα έβρεχα το κρεβάτι μου.
Η μητέρα μου ποτέ δεν σχολίαζε την αιτία του καθημερινού αλλάγματος των σεντονιών του κρεβατιού μου. Όταν αυτό όμως συνεχίστηκε και τα πρώτα χρόνια της εφηβείας μου, έπαψε να μου στρώνει το κρεβάτι. Αμίλητη μου άφηνε τα καθαρά σεντόνια πάνω σε μια καρέκλα.
Ύστερα μεγάλωσα. Τις γυναίκες τις γνώρισα μέσα από τα φρούτα. Το πρώτο μου φιλί με μία συμμαθήτρια είχε την γεύση πεπονιού. Ύστερα αγάπησα την Άννα. Μαζί της έμαθα να τρώω μεγάλες φέτες καρπουζιού που άχνιζαν παγωμένες, ροδάκινα που έλιωναν νωχελικά στο στόμα, σταφύλια μικρά και σκληρά που σκλήριζαν καθώς τα μασούσα, στρόγγυλες ροδέλες μπανάνας που κυλούσαν ηδονικά στον ουρανίσκο. Την ερωτεύτηκα. Ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερή μου. Μία μέρα της έσπασα την μύτη. Με γροθιά. Με εγκατέλειψε. Την είχα προειδοποιήσει να μην το κάνει. Άλλαξε πόλη, πήρε αλλού μετάθεση. Δεν έμαθα ποτέ που πήγε. Ήθελα να την σκοτώσω. Ήθελα να πεθάνω.
Τότε ένας καθηγητής μου στην Αρχιτεκτονική ανακάλυψε ότι είχα πηγαίο ταλέντο. Ρίχτηκα με τα μούτρα στην ζωγραφική. Σε καμβά, σε χαρτί, στα χέρια μου, στο κορμί μου. Έριχνα τις σκιές της παιδικής μου ηλικίας στον καμβά και τις χρωμάτιζα. Όμως δεν ήταν λύτρωση. Οι σκιές ζωντάνευαν, πάλλονταν, γίνονταν γυναίκες που με καταβρόχθιζαν, που με κατάπιναν στην σκοτεινή τους άβυσσο. Κλεισμένος μέσα στο δωμάτιο μου ζωγράφιζα για μερόνυχτα χωρίς να έχω καμιά απολύτως επαφή με την πραγματικότητα. Είχα φύγει από το πατρικό μου ύστερα από μια γερή συμπλοκή με τον πατριό μου, τον άντρα που τελικά παντρεύτηκε την μητέρα μου. Του χαράκωσα το πρόσωπο με ένα κομμάτι σπασμένο γυαλί. Την μητέρα μου που πήρε το μέρος του την περίμενα. Έξω από το νοσοκομείο χαράματα. Πήγα να την δείρω. Έκλαιγε. Την έφτυσα μόνο κι έφυγα.
Ο καθηγητής μου μού βρήκε δουλειά σε έναν εκδοτικό οίκο. Έκανα εικονογραφήσεις σε παραμύθια. Ταυτόχρονα τα Σαββατοκύριακα δούλευα σε ένα μπαρ της γειτονιάς μου. Από την γιαγιά μου κληρονόμησα κάτι μερίσματα από μετοχές κι έτσι με όλα αυτά κατάφερα να νοικιάσω ένα μικρό στούντιο στην παλιά πόλη και να πληρώνω τα υλικά για την ζωγραφική. Ο καθηγητής μου με ερωτεύτηκε. Μου ζήτησε να πάω να ζήσω μαζί του. Του αρνήθηκα και δεν τον άφησα ποτέ να με αγγίξει. Νομίζω ότι με φοβόταν. Πάντως κατάφερε να με φέρει σε επαφή με άλλους ζωγράφους και να πάρω μέρος σε τρεις ομαδικές εκθέσεις.
Οι πίνακές μου -συνήθως μεγάλοι- αιφνιδίαζαν και σόκαραν. Τα χρώματα και η βία τους συγκλόνιζαν. Οι κριτικοί άρχισαν να μιλούν για μεγάλο ταλέντο. Ο καθηγητής μου- ζωγράφος και ο ίδιος- άρχισε να καμαρώνει για την ανακάλυψή του. Για μένα όμως ο ίδιος έγινε βάρος. Έβλεπε μέσα από τους πίνακες μου και πίσω από το πρόσωπό μου και αυτό με τρόμαζε. Έδειχνε να νοιάζεται για μένα. Ένας παλιός ξεχασμένος πατέρας. Άραγε έτσι θα ήταν αν είχα πατέρα αναρωτιόμουν; Θα μπορούσα να το συνηθίσω. Ίσως και να άρχιζε να μου αρέσει. Αν δεν έβλεπα τον τρόπο που με κοιτούσε. Το βλέμμα του έπεφτε ωμό επάνω μου και με ανακάτευε. Ένα βράδυ, έγραψα ένα γράμμα στον Κοσμήτορα. Ύστερα από αυτό, ο καθηγητής δεν μου ξαναμίλησε.

- Γνώρισα τον Πι ένα βράδυ σε ένα μπαρ που δούλευε. Μου είπε ότι ήταν ζωγράφος. Το ίδιο βράδυ με κάλεσε σπίτι του για να δω τους πίνακές του. Μου ζήτησε να ποζάρω για αυτόν. Ήμουν τότε πενήντα χρόνων. Αυτός είκοσι επτά. Με έβαλε να ξαπλώσω γυμνή πάνω σε έναν καναπέ. Πάνω στο κορμί μου έβαλε κόκκινα κεράσια. Ύστερα έβαλε τα χέρια στο λαιμό μου και τα πίεσε δυνατά. Ένιωσα τα πνευμόνια μου να πονούν, πάλεψα να ανασάνω. Γύρω από τον λαιμό μου υπήρχε ένα μεταλλικό, ακάνθινο στεφάνι. Σπαρταρούσα σαν τρελή. Με άφησε απότομα κι άρχισε να ζωγραφίζει. Μάζεψα τα ρούχα μου από κάτω και πήγα να βγω από το σπίτι. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Έκλαιγα και ούρλιαζα, φώναζα βοήθεια, ήμουν εκτός εαυτού. Ήρθε κοντά μου και μου έδωσε με το ζόρι να φάω κεράσια. Μου πασάλειψε το στόμα, τον λαιμό, το στήθος. Με απείλησε. Μου είπε ότι αν ποτέ μιλήσω σε κανέναν για όλα αυτά, θα με βρει και θα με σκοτώσει. Είχα δύο παιδιά ακόμα στο Γυμνάσιο. Ο άντρας μου μας είχε εγκαταλείψει. Δεν είχα κανέναν να με προστατέψει. Δεν μίλησα.

Tην έβλεπα να πλένει τα κεράσια στον νεροχύτη και την ένιωσα τόσο απορροφημένη και απόμακρη που θέλησα να την σκοτώσω. Έτσι κι αλλιώς τα κεράσια πάντα με παράπεμπαν στον θάνατο. Όλο αυτό το άδικο παχύρρευστο αίμα τους. Πήρα ένα μαχαίρι από το συρτάρι. Γύρισε και με κοίταξε. Ήταν μεγαλύτερή μου. Είχε πολλές ρυτίδες γύρω από το στόμα και τα μάτια. Ήταν ξανθιά και έμοιαζε με την μητέρα μου. Ήξερα ότι θα με εγκατέλειπε αργά η γρήγορα κι αυτή. Το είδα στο βλέμμα της που τρεμούλιασε. Αποστροφή και φόβος.
-- Είμαι η Άννα Κ., σαράντα χρόνων, καθηγήτρια Αγγλικών. Ναι, φυσικά γνωρίζω τον Πι. Ήμουν καθηγήτρια του πριν από δέκα χρόνια. Τον ερωτεύτηκα. Δεν έχω γνωρίσει άντρα τόσο τρυφερό, τόσο ανοχύρωτο. Μου παρέδωσε τον εαυτό του με αυταπάρνηση. Ήμουν ωστόσο δέκα χρόνια μεγαλύτερη. Αυτός ήταν μόλις είκοσι. Δεν μπορούσα να τον αποχωριστώ. Τελικά ζήτησα μετάθεση και έφυγα σε άλλη πόλη κι έτσι τελείωσε η ιστορία μας. Βίαιος; Όχι ακριβώς. Όταν με άγγιζε, ένιωθα εύθραυστη και γυάλινη. Μου φερόταν σαν να ήμουν πολύτιμη. Όμως ο Π. ζει σε έναν κόκκινο κόσμο γεμάτο πόνο και πάθος.

Μερικές φορές όταν ζωγραφίζω κάτι σπάζει. Νιώθω να δρασκελίζω κάποιο νοητό σύνορο και τότε το σύμπαν μου διαστέλλεται, δεν υπάρχει χρόνος, παρόν, τοίχοι, άνθρωποι, έπιπλα, διαμέρισμα, κόσμος, όλα είναι καμβάς και χρώματα, καλειδοσκόπιο και τρόμος, βουβαμάρα και πανικός, πυροτεχνήματα και φρούτα που εξακοντίζονται μεθυσμένα, που εκπυρσοκροτούν και βάφουν τους τοίχους, μαλακή σάρκα που μέσα της βυθίζομαι, το κορμί της μητέρας μου, τεράστια γυναικεία κορμιά που πλέουν σε μωβ αμνιακό υγρό, απειλητικές φιγούρες που με κυνηγούν κι εκείνη την στιγμή ξέρω ότι πρέπει να ζωγραφίσω, πρέπει να εκτοξεύσω τα υγρά μου χρώματα στον καμβά για να έρθει η ποθητή γαλήνη. Άλλες φορές η ζωγραφική μου κάνει κακό. Μέσα από τα χρώματα ξεπηδάει μία ανάγκη με πολλά κεφάλια, με πολλά στόματα που ουρλιάζουν με γυμνά τα ούλα τους, τότε ένας θυμός σφυροκοπάει στις φλέβες μου που τον αποκαλώ θάνατο.
Μία φορά μόνο έγινα βίαιος. Ήταν με μια γυναίκα που γνώρισα στο μπαρ που δούλευα. Είχα πιεί πολύ. Ήρθε σπίτι μαζί μου για να δει τους πίνακές μου. Ήταν όμορφη, φορούσε μαύρη δαντέλα. Θέλησα να την ζωγραφίσω με κεράσια στο κορμί της. Ενώ την ζωγράφισα μου μίλησε για τα δύο της αγόρια. Πήγαιναν Γυμνάσιο. Την ρώτησα με ποιον τα αφήνει και μπορεί τα βράδια να τριγυρνάει στα μπαρ. «Μόνα», μου απάντησε. «Τα αφήνω μόνα». Κάτι στο φτιασιδωμένο της χαμόγελό της με τα ξέφτια που ξέφευγαν δεξιά κι αριστερά από το στόμα της, με θύμωσε ανεξέλεγκτα. «Μόνα» είπε ανέμελα, σαν να μην υπήρχε η μαύρη τρύπα, το σκοτάδι που δαγκώνει, ο κρύος φόβος, το βρεγμένο κρεβάτι. Ξάφνου στο μυαλό μου ξεπήδησαν κόκκινα κεράσια και την τράνταξα, έγινα βίαιος, δεν ξέρω τι έκανα, δεν θυμάμαι καλά, την έστειλα σπίτι στα παιδιά της, την απείλησα, της είπα να μην τα αφήνει μόνα, της είπα ότι αν την ξαναδώ στο μπαρ κι εγώ δεν ξέρω τι θα της κάνω. Δεν την ξαναείδα.
Έπλενε τα κεράσια στον νεροχύτη με τα λεπτά επιδέξια της δάχτυλα. Νότες πάνω σε μαύρο πιάνο. Άρπαξα ένα μαχαίρι, την πλησίασα από πίσω, αυτή σαν να διαισθάνθηκε κάτι, γύρισε και με κοίταξε. Ήταν μεγαλύτερη μου, ξανθιά κι είχε πολλές ρυτίδες γύρω από τα μάτια και το στόμα. Ήταν η μάνα μου. Με είχε ικετεύσει, εκλιπαρήσει να πάω να την δω. Ο πατριός μου θα έλειπε για λίγες μέρες σε ταξίδι. Είχα να την δω από τότε που την περίμενα ξημερώματα έξω από το νοσοκομείο. Έπλενε κεράσια για να μου τα προσφέρει γιατί ήξερε ότι ήταν το αγαπημένο μου φρούτο. Κοίταξε το μαχαίρι που κρατούσα. Με αποστροφή και φόβο. Κι ύστερα η έκφρασή της άλλαξε. Τα μάτια της μαλάκωσαν και μέσα σε μια στιγμή με γέννησαν ξανά. Καινούργιο, μικρό, άσπιλο.
«Έχεις δίκιο μικρέ μου Πι», μου είπε γλυκά. «Πάντα είχες δίκιο. Μικρέ καλέ μου Πι».
Πέταξα το μαχαίρι στο δάπεδο. Την αγκάλιασα. Τα κεράσια γυμνά και κόκκινα κύλησαν στο πάτωμα και πλημμύρισαν την κουζίνα.

(Δημοσιευμένο στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ)

Μαύρο ή bleu;



Pinot ή Chardonnay; Αυτό το δίλημμα μας είχε βρει με την Ιωάννα στην περσινή γιορτινή μας βόλτα στο κέντρο της Αθήνας (συγκεκριμένα στο εστιατόριο του City Link όπου είχαμε καθίσει για φαγητό). Η στοά τότε ήταν στολισμένη με ήρωες από παραμύθια και ο Hérmés με τα πολύχρωμα φουλάρια που κόστιζαν όσο αμείβεται ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο εφημερίας στο νοσοκομείο. Τα χέρια μας ήταν γεμάτα με όσες σακούλες μπορούν να συγκρατήσουν ανάμεσά τους δέκα ανθρώπινα δάχτυλα. Η Ιωάννα μου είχε κάνει δώρο το καινούριο βιβλίο του Νίκου Θέμελη (τότε δεν ξέραμε ότι θα ήταν το απολύτως τελευταίο).
Η φετινή μας βόλτα ήταν πάλι στα ίδια μέρη. Η στοά ήταν πάλι στολισμένη με τους ίδιους περσινούς ήρωες, ίσως οι μόνοι που έμειναν να στέκονται στο ύψος τους σε μια πόλη που αποσυντίθεται. Ο Hérmés με βιτρίνες χωρίς φουλάρια, μόνο κάτι κολλημένα χαρτιά με ανακοινώσεις για μεγάλες προσφορές. Το εστιατόριο κι αυτό στη θέση του, αλλά μισοάδειο. Ούτε Pinot ούτε Chardonnay φέτος, είπαμε να κάνουμε κάτι άλλο.
Η Ιωάννα είχε δώσει για επισκευή ένα ακριβό στυλό της γνωστής ορεινής μάρκας  στο αντίστοιχο κατάστημα της στοάς, δώρο που είχαν κάνει στον άντρα της. Έχω κι εγώ ένα τέτοιο, κι αυτό δώρο που είχαν κάνει στον Στέλιο. Ανδρικά δώρα, φαίνεται, τα ακριβά στυλό. Γράφουν όμως κι οι γυναίκες (αυτές είναι οι χαρές του γάμου). Μπήκαμε να το πάρουμε. Οι βιτρίνες γεμάτες με πορτοφόλια, στυλό, πένες, σημειωματάρια, χαρτοφύλακες, τα περισσότερα σε μαύρο χρώμα, να κάνουν αντίθεση με το λευκό του όρους. Η νεαρή πωλήτρια ντυμένη κι αυτή στα μαύρα. Έδωσε στην Ιωάννα το στυλό και μια κόλλα για να το δοκιμάσει. Δεν έγραφε. Χρειάζεται ανταλλακτικό, της είπε με ύφος μπλαζέ. Απόρησα που ενώ ο μισθός της δεν πρέπει να της φτάνει για να αγοράσει κάποιο από τα στυλό, της έφτανε να έχει αυτό το σνομπ ύφος.  Να πάρω ένα ανταλλακτικό, πείστηκε η Ιωάννα. Μαύρο ή bleu; (ιδού το φετινό δίλημμα, μόλις το ξεστόμισε η νεαρά), το bleu ειπωμένο με τέλεια γαλλική προφορά, δικαιολογημένα ίσως λίγο ορεινή. Την Ιωάννα την έπιασε νευρικό γέλιο και προσπαθούσε να το κρύψει με τον ίδιο πανικό που την είχε καταλάβει, όταν είχε αρχίσει να χτυπάει το κινητό της εν τω μέσω της συναυλίας του Ντάνιελ Μπαρενμπόιμ στο Ηρώδειο και δεν μπορούσε να το βρει μέσα στην τσάντα της  (είχα φοβηθεί τότε ότι ο Μπαρενμπόιμ θα την σημάδευε από το πόντιουμ με τη μπαγκέτα, ευτυχώς όμως δεν βγήκα αληθινή). Bleu διάλεξε τελικά, μη μπορώντας να αντισταθεί στη γαλλική φινέτσα της πωλήτριας.
Βγήκαμε από το κατάστημα με το επισκευασμένο στυλό και πήγαμε στον Ιανό. Πήραμε μερικά βιβλία (τα δάχτυλά μας είχαν χώρο και για άλλα). Ο Θέμελης δεν υπάρχει πια κι έτσι η Ιωάννα δεν μου πήρε βιβλίο του, αλλά μια κούπα με τον Όσκαρ Ουάιλντ και μια κασετίνα με τον Ρεμπώ. Εγώ της πήρα το «Ηδονή στον κρόταφο» της Ζυράννας. Καθίσαμε στο καφέ και δοκιμάσαμε σαλάτες και σάντουιτς. Μετά συνεχίσαμε στην Κοραή με cinnamon rolls, αυτές τις γλυκές αμερικανιές που κάνουν ολόκληρο τον πεζόδρομο να μοσχοβολάει.
Από την πλατεία Κλαυθμώνος ακούγονταν άριες από ένα υπαίθριο μουσικό πρόγραμμα (ο φερετζές που έλειπε της Μαριορής). Η Αθήνα σκοτεινή και παγωμένη. Οι βιτρίνες γεμάτες με προσφορές (πληρώνετε ένα, παίρνετε ενάμισι), τα καταστήματα άδεια. Οι περαστικοί βάδιζαν βιαστικά, σκυφτοί και κουκουλωμένοι, κυνηγημένοι από την ίδια τους τη ζωή που ψάχνει δανεικά.
Μπήκαμε στο μετρό. Μαύρο ή bleu; Έτσι θα λέγεται η φετινή ανάρτηση, είπα στην Ιωάννα. Σκάσαμε στα γέλια. Ο κόσμος στο βαγόνι μας κοιτούσε με απορία.

20.12.11

Οι χειραψίες των ποιητών

Κάτι που πάντα προσέχω την πρώτη φορά στους ανθρώπους είναι η χειραψία. Σφιχτή ή χαλαρή, ιδρωμένη ή στεγνή, κρύα ή ζεστή, η πρώτη αυτή χειραψία μαρτυράει τον κάτοχό της, τον συστήνει. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν οι χειραψίες των ποιητών διαφέρουν από εκείνες των υπόλοιπων ανθρώπων, αν είναι αέρινες ή παλλόμενες, αν εγκαταλείπουν στην παλάμη αποτυπωμένους στίχους ή δάκρυα ή πέταλα λουλουδιών. Θεωρητικά, είχα μια ευκαιρία να το παρατηρήσω, εκείνο το βράδυ που μου έδωσε το χέρι της η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Μπήκα στο σπίτι του Γιάννη με μια σχετική αγωνία, πώς είναι όταν βρίσκεσαι κοντά σε ένα σημαντικό πρόσωπο που θαυμάζεις, εσύ και πολλά εκατομμύρια άλλων ανθρώπων. Καθόταν σε μια πολυθρόνα, χαμογελαστή. Μας σύστησαν. Άπλωσε το χέρι της και της έδωσα το δικό μου. «Πω, πω, παγωμένο το χεράκι σου», αναφώνησε με τη χαρακτηριστική μπάσα φωνή της και αιχμαλώτισε το χέρι μου μέσα στα δυο δικά της, σαν να επρόκειτο να το ζεστάνει.  Το πρόσωπό της έγινε περισσότερο χαμογελαστό.
Ήταν κάπως κρύα η βραδιά-ε, χειμώνας είναι-είχα χάσει λίγο και τον δρόμο του Γιάννη-συνηθισμένο κι αυτό για μένα, πάγωσαν τα χέρια μου. Και καλοκαίρι όμως να ήταν, πάλι παγωμένα θα ήταν. Ξύλα. Συχνά μου συμβαίνει, ιδίως όταν έχω άγχος για κάτι. Κρύα χέρια, ζεστή καρδιά, λέει ο λαός κι έχει δίκιο. Μη φτιάχνετε όμως με το μυαλό σας συναισθηματικές ερμηνείες . Στρεσάρεται ο οργανισμός, βγαίνει τσάρκα η αδρεναλίνη, γκαζώνει η καρδιά, συστέλλονται τα αγγεία, παγώνουν τα χέρια. Εκείνο το βράδυ, η όποια συστολή ή νευρικότητα μου έφυγε μονομιάς μετά τη χειραψία της Κατερίνας. Αυτό το «πω, πω, παγωμένο το χεράκι σου» ήταν ειπωμένο ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που μου το έλεγε η γιαγιά μου, μου το λέει η μητέρα μου, ο Στέλιος, οι στενές μου φίλες, οι κοντινοί μου άνθρωποι.

Και η Κατερίνα έγινε κοντινός άνθρωπος εκείνο το βράδυ, όχι μόνο για μένα, αλλά και για τους υπόλοιπους της παρέας που την γνώριζαν από κοντά για πρώτη φορά. Όλοι βέβαια την ξέραμε από τα μαγικά της ποιήματα και όλοι την είχαμε ακούσει να τα απαγγέλλει σε κάποια λογοτεχνική βραδιά, όμως ήταν εντελώς διαφορετική αυτή η αίσθηση του «από κοντά». Μια μεγάλη ποιήτρια και ταυτόχρονα-ανάμεσά μας-μια κεφάτη γυναίκα με πηγαίο αυτοσαρκαστικό χιούμορ, με τη γοητευτική απροειδοποίητη εναλλαγή αυτών των δύο ιδιοτήτων μπροστά στα μάτια μας. «Δεν υπήρξα ποτέ όμορφη», μας δήλωσε και-ίσως φανεί περίεργο-αυτό ακούστηκε σαν ψέμα. Όχι, μόνο τα χαρακτηριστικά της ίσως είναι άσχημα. Η ίδια είναι όμορφη, πολύ όμορφη, μόνο έτσι εξηγείται ότι δεν μπορούσαμε να πάρουμε τα μάτια μας από πάνω της όλοι και όλες εμείς οι αποδεδειγμένα όμορφοι, με τα περιποιημένα πρόσωπα και τα καλοχτενισμένα μαλλιά.
Μας μιλούσε με αληθινή γλύκα για τη ζωή της, για τους φίλους της που έχουν φύγει, για τον Νίκο Καρούζο, για τον νονό της τον Καζαντζάκη (πώς αλλιώς να γίνει μεγαλώνοντας ένα μωρό που το λάδωσαν και το μύρωσαν τέτοια χέρια), για τα σχολικά της χρόνια και για τη ζωή της τώρα, στα μεγάλα και δύσκολα χρόνια. Κουβεντιάσαμε αναπόφευκτα  και για τη σημερινή θλιβερή κατάσταση της χώρας, για τους πολιτικούς και τους απλούς πολίτες, για την οικονομική κρίση. «Κάτι που λείπει σήμερα είναι η παρέα», είπε η Κατερίνα και αυτό το «παρέα» το τόνισε τόσο πολύ, που σκέφτηκα ότι αν το έγραφε, θα ήταν σίγουρα με κεφαλαία. Ανάμεσα, σταματούσε τη συζήτηση, έπινε μια μεγάλη λαίμαργη γουλιά από το ωραίο κόκκινο κρασί (έτσι πρέπει να είναι οι ποιητές, λαίμαργοι για τη ζωή μέχρι την τελευταία της σταγόνα) και μας διάβαζε ποιήματα, από την Ανορεξία της Ύπαρξης και παλαιότερα. Μπλέκονταν ταιριαστά τα δικά της ποιήματα με εκείνα του Γιάννη, ένας κανονικός ποιητικός διάλογος, ένα jam session ποίησης. Όλη την ώρα που η Κατερίνα διάβαζε τα δικά της γραπτά, γινόταν όμορφη, τόσο όμορφη που όλοι σαστίζαμε κι έφευγε το μυαλό μας από τα τρέχοντα και ξεπόρτιζε από το σπίτι του Γιάννη σαν λαθρεπιβάτης στο όνειρο, απελευθερωμένο από τα καταναγκαστικά παροράματα της πραγματικότητας.  Μας βρήκε η επόμενη μέρα-θα μπορούσε να μας βρει και το πρωί-κι ακόμα διαβάζαμε και γελούσαμε και σιγοπίναμε.
Όταν έφυγα από το σπίτι του Γιάννη, βγήκα ξανά στην κρύα βραδιά, ζεσταμένη τώρα και στο σώμα και στην ψυχή. Περπάτησα αργά μέχρι το αυτοκίνητό μου. Γυάλιζε από την υγρασία. Έβγαλα το τηλεκοντρόλ να ξεκλειδώσω και-τι περίεργο!-η παλάμη μου είχε παραμείνει  ζεστή και ροδαλή, σα να φορούσα γάντι. Μπήκα μέσα στο αυτοκίνητο, αλλά δεν ξεκίνησα αμέσως. Κάθισα για λίγο σχεδόν ακίνητη. Μόνη μου συμμετοχή στο στροβίλισμα του κόσμου η ανάσα μου που έβγαινε σταθερή.
Όταν όλα τα δύσκολα μοιάζουν ανθρώπινα κι όλα τ’ ανθρώπινα δύσκολα, έρχεται η ποίηση και κάθεται δίπλα σου, θα έλεγε πολύ σοφά η Τζούλια την επόμενη μέρα. Και είναι ανεκτίμητη η παραμυθία που σου χαρίζεται τότε, θα πρόσθετα εγώ, σαν να κλείνει κάποιος σφιχτά μέσα στα δυο του χέρια το δικό σου παγωμένο χέρι για να το ζεστάνει.

16.12.11

Μια φωτογραφία, ένας θάνατος



Ξεδιάλεξα χθες κάποιες παλιές φωτογραφίες τραβηγμένες σ’ ένα ταξίδι στο Hong Kong πριν από δεκαπέντε χρόνια. Ανέβασα μερικές στο facebook, τις είδαν οι φίλοι, μού έβαλαν likes. Κάποιες άλλες τις κράτησα στην άκρη. Ανάμεσά τους, οι φωτογραφίες μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Η γυναίκα αυτή καθόταν κατάχαμα στην αγορά της Kowloon περιτριγυρισμένη από καλάθια με άχρηστα (για τον μέσο άνθρωπο) πράγματα. Στεκόμουν παράμερα με τη μηχανή έτοιμη. Ο εξελιγμένος (για την εποχή εκείνη) τηλεφακός μου μού επέτρεπε να μην προδοθώ. Έτσι κι αλλιώς, η ηλικιωμένη γυναίκα δεν έβλεπε από την πείνα. Έτρωγε ένα τρισάθλιο φαγητό και αφού εξάντλησε το περιεχόμενο του δίσκου, άρχισε να γλείφει τα υπολείμματα με λαιμαργία.
Ξαναβλέποντας μετά από τόσα χρόνια τη σειρά των φωτογραφιών της γυναίκας αυτής (λαίμαργα κι εγώ τράβηξα αρκετά στιγμιότυπα), νιώθω ενοχή, την ίδια που φαντάζομαι πως διακατέχει τους μεγάλους φωτογράφους που μας χαρίζουν τις αριστουργηματικές απεικονίσεις των αποσκελετωμένων παιδιών της Αφρικής ή των ακρωτηριασμένων της Βαγδάτης. Νιώθω επίσης τρόμο μπροστά σε μια επικείμενη ανάλογη προοπτική, κοντινή και τοπικά και χρονικά. Οι ρακοσυλλέκτες είναι πλέον συνηθισμένα συναπαντήματα στην τακτοποιημένη ροή της καθημερινότητάς μας. Δεν τους δείχνουν πια με το δάχτυλο ούτε τα παιδιά, ούτε καν τα μικρότερα από αυτά. Τους διακομίζει το ΕΚΑΒ στα νοσοκομεία και προσπαθούμε να μαζέψουμε ιατρικά, νοσηλευτικά και κοινωνικά ό,τι μαζεύεται από ζωές αποσκελετωμένες, βρώμικες και παραιτημένες. Ιστορίες ανατριχιαστικές, σκοτάδι, παγωνιά, δυσωδία, εγκατάλειψη. Φαντίνες και  Θερναδιέροι με ελληνικά ονόματα, οι Άθλιοι των Αθηνών συναγωνίζονται τους Αθλίους του Παρισιού. Σε κάθε τους βήμα παραμονεύει ο θάνατος, όσο κι αν δεν θέλουν να το πιστεύουν. Γιατί ο θάνατος συμπαθεί τη φτώχεια, την εξαθλίωση κι ας γράφεται ότι μπροστά του όλοι είναι ίσοι, φτωχοί και πλούσιοι.
Ο θάνατος το στρώνει, έλεγε ο Γιάννης Βαρβέρης και είχε δίκιο. Ο θάνατος αγαπά τα γνώριμα μέρη, εκεί όπου υπάρχει κι άλλος θάνατος. Ο νόμος της σειράς στην πιο αποκρουστική και απευκταία εκδοχή του.

9.12.11

Το τελευταίο κλικ


Είναι μια ιστορία από τα άγουρα χρόνια, από κείνες που κρατάς για να αποδεικνύεις στα εγγόνια σου ότι η γιαγιά τους υπήρξε κάποτε νέα γυναίκα. Μια πόλη μεγάλου ελληνικού νησιού ο τόπος , φθινόπωρο η εποχή, δραχμή το νόμισμα. Με φιλοξενεί στο σπίτι του ένας φίλος μου, που δεν θα πάρει μέρος στην ιστορία, γιατί την ώρα αυτή έχει μάθημα στη σχολή του.
Τα πεζοδρόμια της πόλης στρωμένα με κιτρινοπράσινα κιλίμια από φύλλα, ο ουρανός δραματικός, γκριζογάλανος, παραγεμισμένος με λευκά σύννεφα. Έτοιμο θέμα για φωτογραφία, πανέτοιμη και η καινούρια μου  Canon για την επίσημη πρεμιέρα της. Την κρατάω φασκιωμένη σαν χρονιάρικο μωρό και περιπλανιέμαι στους δρόμους. Φυσάει μανιασμένος αέρας, νιώθω το χώμα από τα παρτέρια να σηκώνεται και να εισχωρεί στις τρύπες της πλεκτής μπλούζας μου. Περπατώ χωρίς καμιά από τις ύστερες έννοιες, αγωνιώντας μόνο για το βάθος πεδίου, το κάδρο και την εστίαση του φακού. Φωτογραφίζω με περίσκεψη, καθότι δεν έχει φτάσει η εποχή της ψηφιακής φωτογραφίας και η εμφάνιση και εκτύπωση είναι αρκετά αλμυρές για το φοιτητικό μου χαρτζιλίκι.
Πλησιάζω τα παρτέρια με τα φυτεμένα λουλούδια εστιάζοντας, μέχρι να μη μπορεί να διορθωθεί με κανένα τρόπο η θολούρα. Χρειάζεσαι φακό macro, μου υπαγορεύει ο ακόρεστος νεανικός εαυτός μου. Οι ρυτίδες των φύλλων δεν καθαρίζουν καθόλου με τον εξοπλισμό που διαθέτω. Οι ντόπιοι πηγαίνουν βιαστικοί στις δουλειές τους και είμαι η μοναδική παραφωνία στην περιοχή, μαζί μ’ ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που κάνει την πρωινή βόλτα του (πιθανόν καθ’ υπόδειξη του οικογενειακού γιατρού) κι ένα μαύρο κοκκαλιάρικο σκυλί που με κοιτάει με μαύρο παρακλητικό βλέμμα ζητιάνου.
Σταματάω σε έναν κατακόκκινο ιβίσκο και εστιάζω. Κλικ! ακούγεται ο ηδονικός ήχος σύλληψης της φωτογραφίας και… τι στο καλό… μαυρίλα… σκοτείνιασε το μάτι της μηχανής… έγινε ίδιο με του σκύλου (με μάτιασε το παλιόσκυλο)… ο φωτοφράχτης παραμένει κλειστός… πατάω ξανά και ξανά το κουμπάκι… τίποτα…  Μαύρες σκέψεις κυκλώνουν το θολωμένο μου μυαλό-μήπως εκείνο το τελευταίο κλικ ήταν το κύκνειο άσμα; Μη δώσει ο Θεός σε άνθρωπο τέτοια λαχτάρα… Κοιτάζω γύρω μου, δεν ξέρω πολύ καλά την πόλη. Εκτός από φθινόπωρο είναι και η προ κινητών εποχή. Μπαίνω σε ένα-δυο καταστήματα και ρωτάω. Η απάντηση είναι μία: ο Γιώργος. Μόνο αυτός μπορεί να ξέρει. Ο Γιώργος και η Canon σκέφτομαι (ορθολογικά), όμως η ανυπόμονη φύση μου έχει ήδη επιλέξει τον Γιώργο.
Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω, δρόμο ξαναπαίρνω και πριν τον ξαναφήσω, βρίσκω το φωτογραφείο του Γιώργου, σε ήσυχη γειτονιά πίσω από το παλιό λιμάνι. Ανοίγω την πόρτα. Ένα κουδούνισμα προειδοποιεί για την έλευση υποψήφιου πελάτη. Ο Γιώργος είναι γύρω στα σαράντα, μελαχρινός με διακριτικό μουστάκι και γυαλιά με ασημένιο σκελετό. Του λέω το πρόβλημα (η αγωνία μου έχει φτάσει στο αποκορύφωμα). Θέλει να δει τη μηχανή. Χρειάζεται μερικό χρόνο, μία ώρα, ίσως μιάμιση. Να φύγω και να ξαναπεράσω. Νιώθω σαν τον μαύρο σκύλο. Αφήνω τη μηχανή, μαζεύω τα κομμάτια μου και φεύγω.
Τριγυρίζω τώρα στην πόλη με άδεια χέρια. Οι φθινοπωρινές εικόνες με νευριάζουν. Ξαναπερνάω δίπλα από τον μοιραίο ιβίσκο (τώρα που δεν έχω τον πυρετό της φωτογραφίας, προλαβαίνω να παραδεχτώ το κενό γνώσεών μου στα λουλούδια-αν ο ιβίσκος δεν ανθίζει το φθινόπωρο, κάτι άλλο πρέπει να είναι-τουλάχιστον το κόκκινο παραμένει αδιαφιλονίκητο). Αισθάνομαι τα μαλλιά μου ανακατεμένα και κοκκαλωμένα από τη σκόνη. Η ώρα δεν περνάει. Περπατάω χωρίς σκοπό. Ο οικοδεσπότης φίλος μου τώρα θα παρακολουθεί την παράδοση των μαθημάτων Οικονομίας (Μικρο-Μακρο τα λέει για συντομία). Μακάρι να υπήρχαν κινητά, να τον καλούσα για έναν καφέ της παρηγοριάς, θα είχα σκεφτεί αν έβλεπα μπροστά από την εποχή μου. Με το συνηθισμένο μου μυαλό όμως περιορίζομαι μακάρια στο παρόν και συνεχίζω το άσκοπο περπάτημα.
Η πιο μεγάλη ώρα φτάνει και να’ μαι ξανά στο κατώφλι του Γιώργου. Τραβήξτε, ακούω από μέσα τη φωνή. Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω. Εκεί, με μουσική υπόκρουση την Εισαγωγή από τη Δύναμη του Πεπρωμένου, αντικρίζω το πιο φρικιαστικό θέαμα της μέχρι τώρα ζωής μου. Η μηχανή μου διαλυμένη εις τα εξ ων την είχε συνθέσει η τεχνολογία της Canon και o Γιώργος με ματογυάλι ωρολογοποιού και μικροσκοπικά κατσαβίδια και λαβίδες (Μικρο-Μακρο-Μικρο-Μακρο, μήπως άρχισε να μου σαλεύει;) παίρνει ανυπόστατα βιδάκια και τα τοποθετεί σε αόρατες με γυμνό μάτι τρύπες. (Αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, τι θα γραφτεί άραγε στο ιστορικό μου;)
Είχε μπει ένας κόκκος άμμου. Εντάξει, είναι τώρα. Ο Γιώργος μου λέει τη διάγνωση, διακόπτοντας το μουρμούρισμα της θεϊκής μελωδίας του Βέρντι. Συνεχίζει να συναρμολογεί τη μηχανή, ενώ εγώ δίπλα του νιώθω την ανάγκη να προσευχηθώ. Λόγω σχετικής απειρίας, αργώ να επιλέξω ιερό πάροχο και ο Γιώργος προλαβαίνει να τελειώσει το παζλ. Η μηχανή μου είναι πάλι ολόκληρη και λειτουργεί τέλεια!
Αφήνει το ματογυάλι και ξαναφοράει τα ασημένια γυαλιά του. Η όπερα έχει προχωρήσει στην πρώτη πράξη της. Πιάνουμε μια ανάλαφρη κουβέντα για τη φωτογραφία, την ιατρική, τις μεγάλες και τις μικρές πόλεις. Μου ζητάει να ποζάρω για πορτρέτο. Σκέφτομαι τα κολλημένα μαλλιά μου και διστάζω, όμως τελικά η ευγνωμοσύνη υπερισχύει. Μου τραβάει κάποιες κοντινές και κάποιες πιο μακρινές λήψεις. Διορθώνει τη στάση του κεφαλιού μου και φτιάχνει τις λάμπες και τη λευκή ομπρέλα του ανάλογα. Νιώθω αμήχανα. Δεν μου έχει ξανατύχει. Μου ζητάει να ξεκουμπώσω τα πάνω κουμπιά της μπλούζας μου (πόσο μπορεί να κοστίζει η επισκευή; σκέφτομαι). Αρνούμαι περαιτέρω φωτογράφιση και τον ρωτάω τι του οφείλω. Τίποτα, μόνο τη διεύθυνσή μου για να μου στείλει τις φωτογραφίες. Φεύγω από το φωτογραφείο με διπλή ανακούφιση.
Περίπου τρεις εβδομάδες μετά, ο ταχυδρόμος μου παραδίδει ένα φάκελο από χοντρό χαρτί. Η διεύθυνσή μου γραμμένη καλλιγραφικά με μαύρο μαρκαδόρο. Μέσα στον φάκελο τα πορτρέτα μου, ασπρόμαυρα, σε διάφορα μεγέθη, εκτυπωμένα σε ματ φωτογραφικό χαρτί. Απλώνω τις φωτογραφίες πάνω στο κρεβάτι μου και τις κοιτάζω. Η πλεκτή μου μπλούζα είναι κουμπωμένη μέχρι απάνω, τα μαλλιά μου κολλημένα και το βλέμμα μου μαύρο και παρακλητικό σαν του σκύλου της ιστορίας.

7.12.11

Χωρίς τη μαμά σου



                                                                                Στην Άννα

Το Σάββατο σε προσκαλώ
στο πάρτι της γιορτής μου
έλα χωρίς τη μαμά σου
(το έγραψες;
με μικρά γράμματα
να το χωρέσει
το χαρτί
το σπίτι
ο χρόνος)

Η μαμά, όταν θέλει, είναι όμορφη
καλή μαζί
ξεχωριστή μακριά
Έλα χωρίς τη μαμά σου
(το γράφω
να το βλέπεις
στο πλάι με τα ονόματα)

Θα’ χει μπαλόνια η γιορτή
και χρώματα
και τούρτα
χρόνια πολλά
πόσα πολλά;
πόσα χωρίς εκείνη;
Χωρίς τη μαμά σου
(το έγραψες;
να φαίνεται
μην μπερδευτεί και έρθει)

Μικρό το σπίτι
η αντοχή
ασήκωτη η συνήθεια
χωρίς τη μαμά σου
τίποτα δεν μπορείς
γιατί η μαμά
είναι ξεχωριστή
και καλή.

5.12.11

Σπουδή πάνω σ' έναν άδειο καναπέ


Μια φορά και αυτόν τον καιρό. Ένα ζευγάρι: εκείνος κι εκείνη. Επίσης, μια γυναίκα, μια άλλη γυναίκα και μια τρίτη γυναίκα. Όλοι τους καθιστοί.
Εκείνος κι εκείνη, σ’ ένα πολύβουο δωμάτιο, καθισμένοι σ’ ένα καναπέ, με την απόσταση να αναπνέει ανάμεσά τους. Η πρώτη γυναίκα, στο γραφείο της, ζωγραφίζει με χρωματιστά κραγιόνια εκείνον κι εκείνη. Βάζει δάκρυα από πορτοκάλι στο φόρεμα εκείνης. Το πουλόβερ εκείνου το σκουραίνει με μολύβι και μ’ ένα τρεμουλιαστό ζωγραφισμένο περίγραμμα το κάνει να πάλλεται. Η δεύτερη γυναίκα, σκυμμένη πάνω από ένα μεγάλο δρύινο τραπέζι, σμιλεύει πινακίδες από κερί, για να μοιράσει στους μαθητές της. Ανάρπαστες θα γίνουν, σαν κάθε φορά. Η τρίτη γυναίκα κάθεται στην πλατεία ενός θεάτρου. Το έργο δείχνει μια μάνα να καταπίνει την κόρη της πάνω σ’ ένα λευκό καναπέ.
Εκείνος κι εκείνη συνεχίζουν να είναι καθισμένοι στον δικό τους καναπέ. Δεν αγγίζονται. Σχεδόν δεν τολμούν να κοιταχτούν. Η πρώτη γυναίκα ολοκληρώνει το σχέδιο, βάζοντας μια πεταλούδα να εκτελεί ένα τέλειο αυτοκρατορικό πέταγμα με τα διάφανα φτερά της. Η δεύτερη γυναίκα τελειώνει τις πινακίδες της. Το κερί έχει σχεδόν κρυώσει και στερεοποιηθεί. Ετοιμάζει μια μικρή βαλίτσα. Έχει ταξίδι μπροστά της. Για καλό λόγο. Η τρίτη γυναίκα μπαίνει σ’ ένα ταξί, για να γυρίσει σπίτι.
Οι άνθρωποι που στριφογυρίζουν μέσα στο δωμάτιο, νομίζουν πως εκείνος κι εκείνη κάθονται ακόμα δίπλα-δίπλα  στον καναπέ. Μόνο η πρώτη γυναίκα ξέρει πως αυτοί έχουν κιόλας δρασκελίσει το ανοιχτό παράθυρο και αγαπιούνται πάνω στα πεσμένα φύλλα μες στο δάσος. Σχεδιάζει τώρα τον καναπέ άδειο και κλείνει το μπλοκ. Η δεύτερη γυναίκα βρίσκει έξω από την πόρτα της έναν παρατημένο καναπέ. Στο ένα μπράτσο του έχει φωλιάσει μια πεταλούδα με διάφανα φτερά. Τον σέρνει με κόπο μέσα στο σπίτι. Η τρίτη γυναίκα βρίσκει κι αυτή στη γωνιά του δρόμου της έναν άδειο καναπέ. Το ξεθωριασμένο καφέ κάλυμμά του δείχνει τσαλακωμένο από χάδια. Με το κινητό της τον βγάζει μια φωτογραφία. Ευτυχώς, γιατί το άλλο πρωί ο καναπές λείπει.
Υπάρχει στην ιστορία κι άλλος ένας καναπές. Εγκαταλείφθηκε κι αυτός μία μέρα μετά στην ίδια γωνιά του δρόμου της τρίτης γυναίκας, όμως δεν χώρεσε σε τούτη διήγηση, γιατί θα έκανε την ιστορία απίστευτη.

Σημ.1: Η λέξη καναπές είναι ένα αντιδάνειο. Τα ανάκλιντρα, οι αρχαίοι καναπέδες, σκεπάζονταν συχνά από ένα λεπτό ύφασμα, το κωνωπείον ή κωνώπιον (δηλ. την κουνουπιέρα). Η λέξη πέρασε στα λατινικά ως conopeum ή conopium και από εκεί στα μεσαιωνικά γαλλικά ως conope και, παθαίνοντας αυτό που οι γλωσσολόγοι ονομάζουν «σημασιολογική επέκταση», έφτασε να δηλώνει όχι μόνο το κάλυμμα, αλλά και το ίδιο το έπιπλο, και τελικά μόνο το έπιπλο, σκεπασμένο ή ξεσκέπαστο.
Σημ. 2: Η παραπάνω ιστορία μπορεί να θεωρηθεί σπουδή πάνω σ’ ένα ποίημα της Χλόης Κουτσουμπέλη ή απόδειξη των αόρατων δυνάμεων-διαδικτυακών και μη- που ενώνουν τους ανθρώπους.

1.12.11

Donald Justice: Τα χέρια

(φωτ. Bill Brandt)


Τα χέρια δεν έβρισκαν πια
Ευτυχία μέσα στις τσέπες
                     GUILLEVIC

Δεν γνωρίζουν πλέον τα χέρια
Την ευτυχία της τσέπης.

Κάποτε κρέμονται αριστερά και δεξιά της μέσης
Σαν τα νεκρά βαρίδια του ρολογιού.

Κάποτε σφίγγονται σε γροθιές
Γύρω από το λαιμό της οργής.

Παλιότερα ήταν αδέλφια
Ν' αγκαλιάσεις, ώμοι πάνω τους να στηριχτείς.

Αν τώρα ξεδιπλώνονται σαν χάρτες,
Όλες τους οι χώρες μοιάζουν ξένες.

Ονειρεύονται την επιστροφή
Στο σκοτεινό σπίτι της τσέπης.

Θέλουν να ξεπλύνουν από πάνω τους
Το αίμα παλιών χαιρετισμών,

Να τρίψουν τις οσμές
Της σάρκας που δοκίμασαν.

Και το μόνο που αδράχνουν είναι αέρας.
Σκεφθείτε τα χέρια σαν αναπνοή,

Μέσα, έξω. Σκεφθείτε
Τα άδεια χέρια.

(Απόδοση: Γιάννης Παλαβός)

Δημοσιευμένο στο περιοδικό "ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ", 
ν. 183-184, Οκτώβριος 2011

27.11.11

Συλλέκτης ήχων

(φωτ. Bill Brandt)

(ένα παλιότερο κείμενο, ξανακοιταγμένο)

Είμαι συλλέκτης. Μαζεύω ήχους, ακριβώς όπως άλλοι μαζεύουν γραμματόσημα, νομίσματα ή παλιά βιβλία. Με την ίδια μανία αποθηκεύω τα κομμάτια της συλλογής μου, παλαιότερα σε κασέτες και τώρα σε CD. Με την ίδια λαχτάρα τα ταξινομώ. Με το ίδιο καμάρι τα επιδεικνύω. Κάνω αυτή τη συλλογή από μικρός. Σχεδόν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Πώς σκέφτηκα να κάνω τη συγκεκριμένη συλλογή; Δεν το θυμάμαι. Ίσως είναι και το ότι σε αυτές τις νεαρές ηλικίες δεν χρειάζεται να το πολυσκεφτεί κανείς για να κάνει κάτι. 
Ο πρώτος ήχος που έβαλα στη συλλογή μου ήταν ο θόρυβος που έκανε η ραπτομηχανή της γιαγιάς,  μια παλιά μαύρη Singer στηριγμένη σε ένα μαρμάρινο τραπεζάκι με μαντεμένια πόδια. Η γιαγιά καθόταν με τις ώρες πάνω από τη μηχανή, με τα πρεσβυωπικά γυαλιά έτοιμα σχεδόν να κυλίσουν από τη μύτη της, και διόρθωνε τα ρούχα μας. Στρίφωνε τα παντελόνια και τις φούστες (ο μπαμπάς και η μαμά δεν ήταν πρώτο ανάστημα) και μπάλωνε τους αγκώνες και τα γόνατα στα δικά μου ρούχα (σαν παιδί κι εγώ, δεν μάζευα ήχους ολημερίς). Γελούσαν ο μπαμπάς κι η μαμά με τη σοβαρότητα που είχα την ώρα της «ηχογράφησης». Πολλά χρόνια αργότερα όμως, όταν η γιαγιά είχε πια αφήσει ορφανή την πιστή της ραπτομηχανή, μου ζητούσαν από καιρό σε καιρό να τους παίξω τη μαγνητοταινία με τον πρώτο αυτό ήχο και τότε κατάλαβα ότι η συλλογή μου είχε την ίδια ή ίσως και μεγαλύτερη αξία με τις άλλες πιο δημοφιλείς συλλογές γραμματοσήμων και νομισμάτων.
Πάντως, ήξερα καλά ότι οι συμμαθητές μου στο σχολείο με κορόιδευαν. Στα διαλείμματα, την ώρα που εκείνοι καθισμένοι κατάχαμα αντάλλασσαν μεταξύ τους εικονίτσες ποδοσφαιριστών και αεροπλάνων, εγώ τριγυρνούσα με το μαγνητοφωνάκι μου και έγραφα τη βαβούρα του διαλείμματος. Παραμόνευα τα κορίτσια στα αποδυτήρια, όχι για να τις δω που γδύνονταν, αλλά για να ηχογραφήσω τα γέλια και τις κουβέντες τους. Μιλούσαν όλες μαζί και ξεκαρδίζονταν εντελώς απροειδοποίητα. Αραιά και πού, το μαγνητοφωνάκι μου έπιανε κανένα αγορίστικο όνομα. Άκουγα τις μαγνητοταινίες ξανά και ξανά, προσπαθώντας με αγωνία να ξεχωρίσω μέσα στην κοριτσίστικη φασαρία και το δικό μου όνομα. Θες η κακή ποιότητα εγγραφής (δεν έφτιαξε ούτε όταν πήρα κασέτες χρωμίου και μετάλλου), θες το ότι δεν ήμουν και κανένας κούκλος, η συλλογή εκείνης της εποχής μπορεί να μου έδωσε άλλες χαρές, ποτέ όμως την πολυπόθητη.
Αργότερα, στο πανεπιστήμιο, οι συμφοιτητές μου με αντιμετώπιζαν ως φαινόμενο υπό παρατήρηση. Φρόντιζαν μάλιστα να είναι όσο το δυνατόν πιο αθόρυβοι όταν βρισκόμουν ανάμεσά τους, με τον φόβο ότι οποιαδήποτε κουβέντα τους μπορούσε να περάσει στη μαγνητοφωνημένη αιωνιότητα. Ακόμα και σήμερα, οι συνάδελφοί μου στο γραφείο, αλλά και η Χριστίνα, πρέπει-μεταξύ μας-να με θεωρούν ιδιόρρυθμο, για να μη με χαρακτηρίσω αλλιώς.
Έχω μαζέψει ως τώρα περίπου δώδεκα χιλιάδες ήχους. Φυλάω τα λάφυρά μου σε μια βιβλιοθήκη. Όλοι οι ήχοι ταξινομημένοι κατά είδος και κατά ημερομηνία ηχογράφησης. Πραγματικός θησαυρός.
Ήχοι από την καθημερινότητα, η βροχή που πέφτει στις πλάκες του πεζοδρομίου και στα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, ο ήχος του κρασιού καθώς σερβίρεται στο ποτήρι, το ξεφύλλισμα των κυριακάτικων εφημερίδων, το απορριμματοφόρο που μαζεύει τα σκουπίδια τις πρώτες πρωινές ώρες, ήχοι και μουσικές από τα παιχνίδια της Άλκηστης.
Μερικοί ήχοι έχουν ιστορική σημασία, όπως ο ήχος από τα κλειδιά που κουδούνιζαν  κρεμασμένα στις πόρτες του διαμερίσματός μας,  ολοκαίνουργιου τότε, το βράδυ που έγινε ο μεγάλος σεισμός της Αθήνας. Θυμάμαι, ήμουν ξαπλωμένος και διάβαζα το «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι». Ήμουν εντελώς απορροφημένος στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Στο σημείο όπου ο Ντόριαν μαχαίρωνε το πορτρέτο του, άρχισε το σπίτι να τρέμει και μια υπόκωφη βουή, σαν κροτάλισμα τυμπάνων, κάλυψε τους σπιτικούς θορύβους. Προς στιγμή θαύμασα την πένα του  Όσκαρ Ουάιλντ (τι συγγραφέας! να μπορεί να ταρακουνάει τον αναγνώστη με τόση αμεσότητα!), γρήγορα όμως κατάλαβα ότι δεν με κούναγε ο Όσκαρ, αλλά ο Εγκέλαδος.  Ίσα που πρόλαβα να πατήσω το record στο μαγνητοφωνάκι και να γράψω λίγα δευτερόλεπτα από την ηχητική πλευρά της γης που σείεται, ηχογράφησα όμως σε όλο της το μεγαλείο μια πραγματική συμφωνία για έξι διπλά κλειδιά κρεμασμένα σε πόρτες, που ακολούθησε το συθέμελο ταρακούνημα του καινούργιου μας σπιτιού.
Τα κορναρίσματα στους δρόμους τη χρονιά που η ελληνική ομάδα κέρδισε το πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα μπάσκετ: άλλος ιστορικός ήχος. Εκείνες τις ημέρες, έδινα Πανελλήνιες και αναγκαστικά είχα περιορίσει τόσο τη συλλεκτική όσο και τις υπόλοιπες δραστηριότητές μου. Το επόμενο πρωί έδινα Χημεία. Ένιωθα δεμένος πισθάγκωνα στην καρέκλα του γραφείου μου με αλυσίδες άνθρακα. Τις προηγούμενες νύχτες έβλεπα όνειρα γεμάτα με κετόνες και αλδεΰδες. Τα μαλλιά μου και τα ρούχα μου είχαν ποτίσει από νικοτίνη: ο χημικός που μου έκανε ιδιαίτερα μαθήματα για τις εξετάσεις κάπνιζε απανωτά τσιγάρα και ήταν κι αυτός περισσότερο αγχωμένος απ’ ό,τι συνήθως. Τον θυμάμαι να φυσάει τις λύσεις των δύσκολων προβλημάτων ανάμεσα σε δαχτυλίδια καπνού που διαλύονταν άδοξα στο πρόσωπό μου. Η νίκη της Εθνικής ομάδας μπάσκετ μου είχε δώσει μια ξαφνική και μεγάλη χαρά, αφού μέχρι τότε δεν είχα ποτέ ζήσει άλλη διάκριση της Ελλάδας σε διεθνή διοργάνωση. Θυμάμαι ότι είχα παρατήσει για λίγο το τσαλακωμένο βιβλίο με τις κετόνες και είχα βγει στο μπαλκόνι. Αυτοκίνητα περνούσαν κορνάροντας, μερικές φορές μελωδικά, ενώ από τα παράθυρά τους ανέμιζαν γαλανόλευκες. Τραγούδια ακούγονταν από μακριά. “It is the final countdown”, η επιτυχία της εποχής με το χαρακτηριστικό σάλπισμα.  Στο κατώφλι της ενηλικίωσης τυπικά, αλλά με παιδική σκέψη ακόμα,   δεν ήμουν τότε σε θέση να συνειδητοποιήσω πόσο λίγες, σχεδόν συλλεκτικές, είναι οι στιγμές που νιώθει κανείς υπερήφανος για την Ελλάδα, όμως αργότερα ταξινόμησα την ηχογράφηση αυτή στους σπάνιους ήχους.
Οφείλω να σας αποκαλύψω την πιο αστεία ηχογράφηση της συλλογής μου. Φθινόπωρο στη Θεσσαλονίκη, μέρες του Φεστιβάλ Κινηματογράφου και η Χριστίνα έγκυος στην Άλκηστη. Μέναμε στην Πλατεία Αριστοτέλους, σε πολύ καλό ξενοδοχείο. Η Χριστίνα μπαινόβγαινε στις κινηματογραφικές αίθουσες και ερχόταν στο ξενοδοχείο σχεδόν μόνο για να κοιμηθεί. Εγώ είχα πάρει μαζί μου δουλειά του γραφείου και έκανα μικρά διαλείμματα μόνο για να γράψω κανέναν ήχο. Το δεύτερο βράδυ δεν μου κόλλαγε ύπνος. Πρέπει να ήταν περίπου δύο τα ξημερώματα κι εγώ στριφογύριζα στο κρεβάτι, προσπαθώντας να μην ξυπνήσω τη Χριστίνα. Ξαφνικά, ο τοίχος που ήταν κολλητά στην πλάτη του κρεβατιού άρχισε να δονείται ρυθμικά, σαν κάτι να τον έσπρωχνε από πίσω. Προστέθηκε ένα ρυθμικό κρεσέντο από χτυπήματα ξύλου πάνω σε τσιμέντο. Το μαγνητόφωνό μου είχε ήδη αρχίσει να γράφει. Μετά από την κρουστή αυτή εισαγωγή, ακολούθησε το φωνητικό μέρος, εξίσου ρυθμικό και διεγερτικό. Μια γυναικεία κραυγή, ένα επαναλαμβανόμενο «α-α-α-α-...» με διαφορετικό χρωματισμό σε κάθε εκφορά του: πόνος, αγωνία, ηδονή, θυμός. Μια οργασμική άρια για σοπράνο με συνοδεία κρουστών, ένα ηχητικό διαμάντι. Ηχογραφούσα γελώντας. Τρία λεπτά και σαράντα δευτερόλεπτα. Άξιος ο βαρύτονος, σκέφτηκα. Η Χριστίνα δίπλα μου, παρέμενε βυθισμένη σε όνειρα σινεμασκόπ με πρόσωπο γλυκό και αφρατεμένο από την πλημμύρα των ορμονών.
Οι πιο αγαπημένοι μου ήχοι είναι αυτοί που επιγράφονται ως «ήχοι της φύσης». Ήχοι ηχογραφημένοι κατά τη διάρκεια μακρινών περιπάτων μέσα σε δάση ή πάνω σε λόφους και βουνά. Τριζόνια, τζιτζίκια, μέλισσες, αλλά και το κελάρυσμα ενός ρυακιού, το θρόισμα που κάνουν τα στάχυα μέσα στο κατακαλόκαιρο, το κόασμα των βατράχων μέσα στις καλαμιές.
Η πιο κατάλληλη ώρα για να μαζέψει κανείς  ήχους είναι το βράδυ. Είναι η ώρα που οι ήχοι αποκτούν τη μέγιστη καθαρότητά τους και γίνονται πιο ευδιάκριτοι. Ξεφυτρώνουν και άλλοι ήχοι,  εντελώς ιδιαίτεροι. Ήχοι που λες και κρύβονταν από τη μέρα, περιμένοντας το σούρουπο για να ξεμυτίσουν από την κρυψώνα τους.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το βράδυ. Αρχές καλοκαιριού, με μια ασυνήθιστη ψύχρα για την εποχή. Περασμένες έντεκα.  Έκλεισα τα βιβλία στο γραφείο και ξεκίνησα για το σπίτι. Η γνωστή διαδρομή με το αυτοκίνητο, αρκετά κοντινή για να μην κουράζει, αλλά και αρκετά μακρινή, για να μου επιτρέπει να ακούσω ήχους. Υπάρχει ένα σημείο της διαδρομής που μοιάζει σαν να μην είναι μέσα στην πόλη. Είναι ένα ήσυχο δρομάκι, παράλληλο με την κεντρική οδό. Σε ένα σημείο, δύο πανύψηλα πεύκα εκατέρωθεν στενεύουν τόσο το δρομάκι, ώστε ίσα που χωράει να περάσει ένα μικρό αυτοκίνητο.  Αυτό το σχεδόν εξωτικό σημείο αποτελεί πραγματικό καταφύγιο για σπάνιους ήχους. Εκεί έχω συλλέξει μερικούς από τους πιο αγαπημένους μου ήχους.
Εκείνο το βράδυ, καθώς περνούσα από το σημείο αυτό, άκουσα τη γλυκιά, εύθραυστη λαλιά ενός αηδονιού. Σταμάτησα επιτόπου το αυτοκίνητο. Ο ήχος της μηχανής ακουγόταν προσβλητικά άσχημος πλάι στις τρίλιες του πουλιού. Απόμεινα μαγεμένος να ακούω. Το δημοσιογραφικό μου μαγνητοφωνάκι άκουγε κι αυτό και έγραφε νότες κρυστάλλινες  σε μια μελωδία υπέρτατης έμπνευσης, ικανή να κάνει και τον πιο προικισμένο συνθέτη να σκάσει από ζήλια. Θυμήθηκα εκείνο το έργο του Messiaen με τα πουλιά, συνειδητοποιώντας ξαφνικά πόση δεξιοτεχνία χρειάστηκε για να αποδώσει τις φωνές των πουλιών με μουσικά όργανα, πόσα χρόνια πειραματισμών και πόσες παρτιτούρες πρέπει να είχε σκίσει και ξαναγράψει στην προσπάθειά του να πλησιάσει την αρμονία των μικρών φτερωτών μουσικών.
Καθώς τα σκεφτόμουν όλα αυτά, το αηδόνι συνέχιζε αμέριμνο το ρεσιτάλ του κι εγώ, ο μοναδικός τυχερός ακροατής, είχα ξεχαστεί εντελώς. Σχεδόν δεν θυμόμουν από πού ερχόμουν και προς τα πού πήγαινα. Με επανέφερε απότομα στην πραγματικότητα ο ήχος της μηχανής ενός αυτοκινήτου και ένα γαλάζιο φως που αναβόσβηνε ρυθμικά. Ένα περιπολικό.
     «Καλησπέρα. Πάθατε τίποτα;» με ρωτούσε ένα πρόσωπο νεαρού αστυνομικού από το δικό μου μισάνοιχτο παράθυρο του οδηγού. Ελαφρώς αξύριστο με παλιά σημάδια ακμής στα μάγουλα. Βλέμμα που μαρτυρούσε ενδιαφέρον και καχυποψία σε ίσες αναλογίες.
     «Όχι…», ψέλλισα ξαφνιασμένος, αποσιωπώντας την αλήθεια. Κάτι είχα πάθει: είχα σαστίσει από την απερίγραπτη ομορφιά, από την απαράμιλλη μελωδία. Θυμήθηκα τους συμμαθητές μου και ενέμεινα στην αρχική απάντηση.
     «Μπορώ να έχω το δίπλωμα οδήγησης και την άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου σας;»
     «Πώς… Βέβαια… Αμέσως…», απάντησα και άρχισα να ψάχνω στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου.
 Μα πού ήταν; Εκεί πρέπει να τα είχα αφήσει. Ανακάτεψα διάφορα άχρηστα χαρτιά που ήταν παραχωμένα όπως-όπως στο ντουλαπάκι. Δεν είχε άδικο η Χριστίνα που με έλεγε ακατάστατο. Πουθενά τα χαρτιά…. Ούτε το δίπλωμα, ούτε η άδεια…. Από το ύφος του αστυνομικού κατάλαβα ότι μάλλον είχα μπλέξει. Πόσο άσχημα άραγε; Αυτό το συνειδητοποίησα λίγο αργότερα, όταν έφτασα συνοδευόμενος από το περιπολικό στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής για εξακρίβωση στοιχείων.

19.11.11

Μεγεθύνοντας μια φωτογραφία


(φωτ. Louis Daguerre, 1838)

Μπορούμε και μόνοι μας κατ’ οίκον να μεγεθύνουμε τη μικρή σημασία μιας φωτογραφίας, λέει η Κική Δημουλά. Αυθόρμητα, χωρίς δεύτερη σκέψη, βρέθηκα χθες να βαδίζω το μονοπάτι της ποιήτριας. Διακόσια εικοσιτέσσερα χρόνια από την ημέρα που είχε γεννηθεί ο Λουί Νταγκέρ. Μερικοί άνθρωποι αλλάζουν τον κόσμο, τον κάνουν να γυρίζει πιο γρήγορα. Είναι οι άνθρωποι που μαθαίνουν από τα λάθη τους. Ο Νταγκέρ έσπασε κατά λάθος ένα υδραργυρικό θερμόμετρο. Η επαφή του υδράργυρου με πλάκες χαλκού επιστρωμένες με ιωδιούχο άργυρο που είχαν προηγουμένως εκτεθεί στο φως, είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση των εικόνων που πριν ήταν αόρατες. Ότι δεν βλέπουμε τα πράγματα, δεν είναι επειδή αυτά δεν υπάρχουν.
Η φωτογραφία που με απορρόφησε για αρκετή ώρα δείχνει έναν Παρισινό δρόμο, πίσω στα 1838. Ερημιά, θα παρατηρήσει κάποιος αναγνώστης. Διακρίνεται μόνο ένας περαστικός. Έχει σταματήσει και του γυαλίζει τα παπούτσια του  ένας λούστρος. Περίεργοι καιροί, θα σκεφτεί ο ίδιος αναγνώστης. Ο λούστρος περιμένει πελάτες σε έναν εντελώς έρημο δρόμο. Ο περαστικός βαδίζει ολομόναχος και αποφασίζει να γυαλίσει τα παπούτσια του.
Ψυχαναγκασμός, μια πιθανή εκδοχή. Ο περαστικός μένει σε ένα μικρό τακτοποιημένο διαμέρισμα στο βουλεβάρτο. Τα πουκάμισά του είναι στοιχημένα μέσα στη μικρή ντουλάπα του δωματίου του και τα λίγα ζευγάρια παπούτσια του, γυαλισμένα και αστραφτερά, τοποθετημένα κάτω από το κρεβάτι. Λογιστής, βιβλιοθηκάριος, τραπεζικός υπάλληλος, σίγουρα κάτι τέτοιο.
 Κατάλυση της μοναχικότητας, άλλη πιθανή εκδοχή. Ο άνθρωπος χρειάζεται τον άνθρωπο. Ζωή που δεν μοιράζεται, είναι ζωή κλεμμένη. Αρκεί ένα φευγαλέο μοίρασμα για να μη νιώθει κανείς κλέφτης. Μια καλημέρα από τον γείτονα, ένα χαμόγελο στο ταμείο του καταστήματος. Με σιγουριά, όχι όμως εντελώς μη αναστρέψιμη, οι λούστροι σπανίζουν πια, ακόμα και σε πολυσύχναστους δρόμους. Ορθώς πράττοντας, ο περαστικός της φωτογραφίας εναπόθεσε τη μοναξιά του στα έμπειρα χέρια του επαγγελματία και την πήρε πίσω απαστράπτουσα, αληθινό καθρέφτη.
Τρίτη εκδοχή, εντελώς απίθανη. Ο δρόμος είναι πολυσύχναστος, γεμάτος διαβάτες και άμαξες. Γυναίκες με μικρά παιδιά βαδίζουν βιαστικά. Άνδρες σταματούν και χαιρετιούνται εγκάρδια. Μια άμαξα κατεβάζει επιβάτες. Το άλογο φαίνεται εκνευρισμένο, χλιμιντρίζει ανήσυχα. Ένας εφημεριδοπώλης διασχίζει τον δρόμο. Τα γεγονότα του Παρισιού, φρέσκα, ζεστά από το τυπογραφείο. Ο τρελός της γειτονιάς ξεφωνίζει αλαφιασμένος. Από τα παράθυρα των σπιτιών ξεπροβάλλουν απορημένα πρόσωπα.
Ο Λουί Νταγγέρ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον εαυτό του. Η έκθεση της εικόνας στην πλάκα έπρεπε να είναι παρατεταμένη. Ήταν αδύνατο να συλληφθεί η κίνηση. Οι άνθρωποι έπρεπε να στέκονται για μισή ώρα στην ίδια θέση ακίνητοι, για να αποτυπωθούν στη δαγγεροτυπία. Στα πορτρέτα, τα πρόσωπα έβγαιναν ανέκφραστα, οι ρυτίδες έκφρασης επιπεδώνονταν, η μορφή απογυμνωνόταν από το συναίσθημα. Ιδανική μέθοδος για φωτογραφίες διαβατηρίου, θα σχολίαζε ειρωνικά ο αναγνώστης που υπομονετικά ακολουθεί αυτές τις αράδες.
Αυτή είναι ιστορικά η πρώτη φωτογραφία ζωντανού ανθρώπου. Με μια απλή, καθημερινή πράξη, να γυαλίσει τα παπούτσια του, ο περαστικός κατάφερε, πιθανόν εν αγνοία του, να περάσει στην ιστορία. Υπάρχει και ένα μικρό παιδί στο παράθυρο του τελευταίου ορόφου του μπροστινού σπιτιού. Αριστερά όπως φαίνεται σε μας, δεξιά όπως ήταν στην πραγματικότητα. Στη δαγγεροτυπία το είδωλο έβγαινε ανεστραμμένο. Έστω κι έτσι, ανεστραμμένο, στο αριστερό ή στο δεξιό παράθυρο, το παιδί είναι εκεί. Είναι σημαντικό να υπάρχει ένα παιδί και να παρατηρεί. Έστω και ανεστραμμένα.
Κατ’ οίκον μεγεθύνοντας τη σημασία της φωτογραφίας, μου φάνηκε διαβολική σύμπτωση η παρακάτω φράση που διάβασα στις σημερινές εφημερίδες. Την είχε γράψει ο νυν υπηρεσιακός πρωθυπουργός, τότε φέρελπις απόφοιτος του Κολλεγίου, στο ετήσιο λεύκωμα αποφοίτησης. The only absolute: RELATIVITY.

21.10.11

Τατουάζ με λέξεις


Αν είχε σκούφια
θα βάσταγε από πολύ μακριά
είχε όμως μόνο
ένα τριμμένο σακάκι
ένα χιλιοπαθημένο τζην
και ένα κορμί γεμάτο λέξεις
γραμμένες με άσβηστο μελάνι
ΟΛΓΑ και ΜΑΡΙΑΝΝΑ
η μια του είχε κάψει την καρδιά
η άλλη τις φλέβες
και ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
η μόνη που ξέμεινε επάνω του
μαζί με την κακιά αρρώστια στα πνευμόνια
που τον έκανε να φτύνει νύχτα-μέρα
την ψυχή του σε ματωμένα κομμάτια


Δεν τον ένοιαζε που έμενε
στα σκουπίδια
έτσι κι αλλιώς
εκεί έμεναν όλοι πια
ήταν το βλέμμα τους
που τον ένοιαζε
μισό, στεγνό και βιαστικό
να μη σταματάει πουθενά
ούτε στις λέξεις
ΟΛΓΑ και ΜΑΡΙΑΝΝΑ και ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ούτε στο πέος του
παραγεμισμένο με παραφίνη
και καμαρωτό σαν ταριχευμένο γεράκι


Δεν ήταν όμως μακριά
η μέρα που όλοι
θα μιλούσαν γι’ αυτόν
με τρόμο
με πόνο
με αίμα
και θα πρόσεχαν
τη γραμμένη φράση
στο μέρος της καρδιάς του
ΚΑΛΩΣΗΛΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ.

11.9.11

O Πέτρος και ο ήλιος

      Πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη. Γαλήνια η παραλία, χωρίς βαρβάρους. Απόγευμα, ηλιοβασίλεμα. Η ώρα που βγαίνουν οι σιλουέτες ανθρώπων και συναισθημάτων. Ένα μικρό αγόρι μπαίνει στην ήρεμη θάλασσα και προχωρά. Με το κινητό παγώνω τον χρόνο σε αυτή τη μοναδική στιγμή.


Πάει καιρός που έπιασε      ο Πέτρος να σχεδιάζει
κόλπο τρελό απίθανο        θα έπιανε τον ήλιο
τραβώντας απ’ τον ουρανό      ολόχρυσο τον δίσκο
στον τοίχο θα τον κρέμαγε      μες στο δωμάτιό του
δίπλα στο κάδρο των γονιών     που «ήλιε μου» τον φωνάζουν


Δεν τον βολεύει το βουνό     βράχια σκληρά και θάμνοι
το διάβα του θα έκοβαν      εμπόδια στη δουλειά του
ούτε η πόλη η βουερή      με τους πολλούς ανθρώπους
τα κτήρια και οι σκιές    θα έκρυβαν τον ήλιο
Στη θάλασσα θα πήγαινε    βουτώντας στα νερά της
μέρα ζεστή, ακύμαντη      απόγευμα στη δύση
να’ ναι κι ο ήλιος χαμηλά   εύκολα να τον φθάσει

Ήρθε η ώρα η σοβαρή     το σχέδιο να τελειώσει
ακροπατώντας στην ακτή      βρήκε το μονοπάτι
που έβγαζε καταμεσής       στης θάλασσας τα βάθη
ανοίχτηκε, προχώρησε     καλύφθηκε η μιλιά του
είδε του ήλιου το χρυσό     γεύτηκε την αρμύρα
κι απλώνοντας το χέρι του    ξερίζωσε τον δίσκο


Τον έφερε, τον άφησε    στα πόδια του πατέρα
«Πέτρο, τι πήγες κι έκανες;     σκοτείνιασε η πλάση»
φώναζε ο πατέρας του      τραβώντας τα μαλλιά του
κι η μάνα του τυφλώθηκε     απ’ την πολλή τη λάμψη
Σάστισε ο Πέτρος, σκιάχτηκε     κι άσπρος σαν το φεγγάρι
τον φόβο έκανε φευγιό     τον ήλιο μαξιλάρι

κι έμειναν πίσω μοναχοί   η μάνα κι ο πατέρας
κοιτάζοντας τον ουρανό    «ήλιε μου» να φωνάζουν.

29.8.11

Mίλτος ο κολυμβητής


Μια Κυριακή των κολυμβητών
ο Μίλτος
λυκόσκυλο σαλονιού
χωρίς ψύλλους
χωρίς φίλους
τάραξε με μια βουτιά
τα νερά
της οικογενειακής παραλίας
εξοργίζοντας
τις ξαπλώστρες, τις ομπρέλες
και τα πλαστικά ψυγεία
με τη φορητή τροφή.

Σάλος ξέσπασε στην παραλία
σηκώνοντας πολυώροφο κύμα
μόνο όταν ο Μίλτος
έπαψε να φαίνεται
ηρέμησαν τα πνεύματα
και επανέλαβαν
την αντιηλιακή επάλειψη.

Τότε ξαναπέρασε
και ο Πακιστανός
με τις ρακέτες-κεραυνούς
που έκαιγαν όλα τα έντομα
έπιασε το πόδι του Μίλτου
που εξείχε αθόρυβα
από το ολοζώντανο νερό
«Καημένο σκυλάκι»
σχολίασαν τριγύρω του
οι κολυμβητές
που ετοιμάζονταν
να βουτήξουν
στα οικογενειακά νερά
της ζεστής
απογευματινής
θάλασσας.

24.8.11

Σημειώσεις για το καλοκαίρι που φεύγει


     Φέτος το καλοκαίρι ήμουν τον περισσότερο καιρό χωρίς internet. Από επιλογή, έτσι σαν αποτοξίνωση. Με πολλά βιβλία και ακόμα περισσότερη θάλασσα. Για την ακρίβεια με βιβλία στη θάλασσα. Θάλασσα, καφές και το βιβλίο μου, η πεμπτουσία των διακοπών για μένα. Μου φάνηκε ότι και αυτή η κυρία Μποβαρί πασαλειμμένη με αντιηλιακό κάτω από την ομπρέλα, μετάνιωνε που φαρμακώθηκε για έναν άντρα, βλέποντας το γαλάζιο νερό και τα παιδάκια που έπαιζαν χαρούμενα. Ίσως να ζήλευε κιόλας τη διπλανή κυρία με το μπρούτζινο μαύρισμα, το κορμί που φανέρωνε ατέλειωτες ώρες ιδρωκοπήματος πάνω στο ελλειπτικό μηχάνημα και το λευκό σύνολο Αρμάνι με την ασορτί τσάντα θαλάσσης.
   Τη λυπήθηκα και δεν την ξαναπήρα στην παραλία, μέχρι που έσβησε από το αρσενικό, στα χέρια των γιατρών της εποχής της. Άλλαξα βιβλίο. Έπιασα το «10» του Καραγάτση. Πλειάδα χαρακτήρων χωρίς τελειωμό, γεγονότα πολλές φορές διασκεδαστικά, αντιπροσωπευτικά μιας αθώας εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί. Έπαιρνα το βιβλίο μαζί μου και στις εφημερίες. Όταν η δουλειά έχει μαζευτεί, κάπου εκεί στις μικρές ώρες της επόμενης ημέρας, διαβάζω καμιά σελίδα πριν κοιμηθώ. Να ήταν σύμπτωση ότι σε όσες εφημερίες είχα μαζί μου το «10», συνέβησαν ένα σωρό απρόοπτα μέχρι το πρωί; Να ήταν άσχετο ότι το «10» ήταν το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα; Ότι δεν πρόλαβε να το τελειώσει, αλλά τελείωσε ο ίδιος γράφοντάς το; Δεν είμαι προληπτική, αλλά για καλό και για κακό δεν το ξαναπήρα μαζί μου σε εφημερία.
    Αυτό το καλοκαίρι έκανα στον εαυτό μου ένα μεγάλο δώρο. Ένα ακριβό μήλο: το i-pad της Apple. Είναι ένα κομψοτέχνημα: ελαφρύ, λεπτό σαν ηλεκτρονική κορνίζα και με πολλές δυνατότητες. Παίζει μουσική και χωράει χιλιάδες μουσικά κομμάτια, πιάνει ραδιόφωνο, μπαίνει στο internet, στέλνει emails, βγάζει και επεξεργάζεται φωτογραφίες και χωράει μεγάλο φωτογραφικό αρχείο, χωράει χιλιάδες σελίδες άρθρων και βιβλίων, έχει πολλές εφαρμογές: λεξικά, θερμιδομετρητή, παιγνίδια, οδηγούς μαγειρικής, χάρτες και ό,τι άλλο μπορεί να επιθυμήσει ένας απαιτητικός χρήστης. Μέχρι και οδηγό σεξ με στάσεις διαθέτει: πηγαίνετε στο κρεβάτι με τον καλό σας ή την καλή σας και το ipad, βάζετε την αγαπημένη σας μουσική, παίρνετε ιδέες για στάσεις και αν θέλετε τραβάτε και καμιά φωτογραφία με φακό κανονικό, καλειδοσκοπικό, θερμικό ή άλλο… Μειονέκτημα: ο δύσκολος τρόπος εισαγωγής των αρχείων. Πρέπει να συγχρονίζεις το ipad με κάποιον υπολογιστή, μέσω του λογισμικού itunes. Πάντα καμάρωνα για την ικανότητά μου με τα μηχανήματα, αλλά με το ipad μου έφυγε η μαγκιά…
    Τι άλλο να σας σταχυολογήσω από το καλοκαίρι που μόλις φεύγει; Την απώλεια του Νίκου Θέμελη, τόσο από τα γράμματα όσο και από την πολιτική, την ελονοσία που ενέσκηψε ξανά στην πατρίδα μας, αλλά πέρασε απαρατήρητη ένεκα της λάμψης του ιού του Δυτικού Νείλου, τον πρόωρο μεν, αναμενόμενο δε, χαμό της Amy Winehouse, τη διπλή τραγωδία στη Νορβηγία, τη φάλαινα που βολόδερνε στο γειτονικό μας Πόρτο-Γερμενό; Το απόλυτα απωθητικό-όχι μόνο για τα έντομα, αλλά ελπίζω και για αρκετούς ανθρώπους-φονικό gadget: τη ρακέτα με τον κεραυνό που καίει τα έντομα. Ανατριχιαστικό ως ιδέα και ως εφαρμογή αυτής, κακόγουστο και ίσως επικίνδυνο.
    Δεν θα πω για τη φετινή Αυγουστιάτικη πανσέληνο. Όχι ότι δεν αγαπώ τον Αύγουστο-είναι ο μήνας των γενεθλίων μου, διάολε-ούτε ότι δεν μου αρέσει το φεγγάρι-το ασήμι του μου προκαλεί μια διάθεση διαρκούς ονειροπόλησης. Όμως αυτή η ετήσια υστερία των ΜΜΕ που επιτακτικά προτείνουν την απόλαυση της ακέραιης σελήνης στους απανταχού αρχαιολογικούς χώρους έχει καταντήσει άλλο ένα κλισέ του lifestyle. Βγήκαμε έξω με την πανσέληνο, όχι σε αρχαιολογικό χώρο, αλλά στο γνωστό μας ταβερνάκι. Δεν βλέπαμε φεγγάρι από εκεί, αλλά η βραδιά ήταν πανέμορφη. Ένα από τα προηγούμενα βράδια, μακράν της Πανσελήνου, τρώγαμε στη βεράντα μας στο Αλεποχώρι με καλή παρέα. Στη μέση του φαγητού, είδαμε να ανατέλλει από την απέναντι πλαγιά ένας μισός σεληνιακός δίσκος, λαμπερός, σαν χρυσό καράβι που ανέβαινε το βουνό. Μαγευτικό θέαμα έτσι απροειδοποίητα. Πραγματική αξία έχει η ίδια η στιγμή που περνά και χάνεται και όχι το περιτύλιγμά της…

12.7.11

A man's world


     Τρίτη 12 Ιουλίου του σωτήριου έτους 2011, που δεν φαίνεται να χρωστά καλό πουθενά. Πρώτα η Ιαπωνία με τον καταστροφικό σεισμό και τον πυρηνικό όλεθρο, πριν και μετά και συνεχώς η Ελλάδα με το οικονομικό και κοινωνικό αποτέλειωμα, τώρα η Κύπρος με την πολύνεκρη τραγωδία.
   Είναι πρωί και ήδη κάνει πολλή ζέστη. Ο αέρας φυσάει μανιασμένα προσκαλώντας τους απανταχού εμπρηστές να πιάσουν δουλειά. Ξεκινάω κι εγώ για τη δική μου δουλειά, σ’ έναν κλάδο που απόμεινε μόνο να τρεμοσβήνει αχνά σαν φλόγα μισοτελειωμένου κεριού. Ευτυχώς που τώρα το καλοκαίρι η διαδρομή από την εξοχή είναι πιο εύκολη.
   Σταματάω το αυτοκίνητο δίπλα στον κάδο σκουπιδιών. Χώρια η ανακύκλωση, χώρια τα υπόλοιπα. Οικολογικές καταβολές από τις ευτυχισμένες ημέρες. Πάλι καλά που υπάρχουν ακόμα απορριμματοφόρα, Δήμοι και κάδοι.
   Στη μέση του δρόμου βλέπω κάτι μαυριδερό να κινείται. Ένα μισοπατημένο ποντίκι, σκέφτομαι με αηδία. Κοιτάζω πιο προσεκτικά. Δεν μοιάζει με ποντίκι. Νεογέννητο γατάκι είναι. Ακούω το στριγγό κλαψούρισμά του ανάμεσα στις νότες του René Aubry. Για μια στιγμή στέκομαι αναποφάσιστη. Ο μισός μου εαυτός λέει να το πάρω. Ο άλλος μισός βαριέται τους μπελάδες και σκέφτεται ότι θα αργήσει στο νοσοκομείο.
   Δύο αυτοκίνητα περνάνε με ταχύτητα. Τζιπ και τα δύο. Όχι παίζουμε. Η Ελλάδα μόνο για λίγο καιρό ξαποσταίνει. Είναι γνωστό αυτό διεθνώς, γι΄αυτό και δεν μας πολυεμπιστεύονται. Κοιτάζω με κομμένη την ανάσα πίσω από το δεύτερο τζιπ. Το γατάκι συνεχίζει ατάραχο να διασχίζει τον δρόμο γρυλλίζοντας. Χαμπάρι δεν έχει πάρει ούτε για τις φετινές πυρκαγιές που ήδη άρχισαν, ούτε για τις περικοπές των μισθών, την κρίση στην Ιταλία, τις κομπίνες στο ποδόσφαιρο, τη συναυλία του Roger Waters.
   Ανοίγω βιαστικά τη σακούλα της ανακύκλωσης και βγάζω ένα χάρτινο κουτί από δημητριακά. Οικογενειακή συσκευασία, 625 γραμμάρια. Στη μια πλευρά του κουτιού, η Ελένη Πετρουλάκη υπόσχεται επίπεδη κοιλιά. Βγαίνω από το αυτοκίνητο. Κάνω σήμα στο επόμενο αυτοκίνητο που έρχεται, να σταματήσει. Βουτάω το γατάκι από το δέρμα του αυχένα και το χώνω απαλά μέσα στην οικογενειακή συσκευασία. Νέο μέλος στην οικογένεια. Δεν πρέπει να φτάνει τα 625 γραμμάρια.
   Βάζω όπισθεν και γυρίζω πίσω. Ο Στέλιος παραξενεύεται που με βλέπει. Ρίχνει μια ματιά στο κουτί και συνοφρυώνεται. Ίδια αντίδραση με τον μισό μου εαυτό. «Δεν είναι βιώσιμο», μου λέει. Πράγματι, το γατάκι μοιάζει μισοπεθαμένο. «Έτσι λέμε και για πολλούς από τους αρρώστους που νοσηλεύουμε και που, τελικά, φεύγουν περπατώντας», απαντάω. Ξυπνάω τα κορίτσια. Σηκώνονται αμέσως.
    Με μια μικρή σύριγγα δίνουμε στο γατάκι λίγο γάλα. Είναι ακόμα τυφλό. Από την κοιλιά του κρέμεται κάτι σαν κλωστή, σα μεταξωτό ράμμα Νο 0. Αργότερα έμαθα ότι αυτό είναι απομεινάρι του ομφαλικού κολοβώματος. Οι γάτες κόβουν τους ομφάλιους λώρους με τα δόντια τους. Οι γυναίκες πάλι, όχι. Χρησιμοποιούν όλες τις μοντέρνες τεχνικές της Μαιευτικής. Εκτός, βέβαια, αν υπάρχει διακοπή ρεύματος. Τότε φέγγει λίγο η κινητή τηλεφωνία και βγαίνει το μωρό. Όπως και να’χει, στον κόσμο των ανθρώπων, άλλο είναι να γεννιέσαι άνθρωπος και άλλο γάτα.
   «Πώς θα το πούμε;»
    Είναι αγόρι. Πέφτουν ιδέες στο τραπέζι. «Πρόκλου και Ιλαρίου, Βερονίκης αιμορροούσης» διαβάζω στην εφημερίδα. Πρόκλος, Ιλάριος (Λάρι ίσως;) ή μήπως αργότερα βγει Βερονίκη; Το ξανασκέφτομαι. Το Σάββατο φεύγουμε με τον Στέλιο για Ρώμη.
    «Ρωμαίος», ανακοινώνω κοφτά, με τον αέρα της θετής μητέρας.
    Μπαίνω στο Όπελ και ξεκινάω. Ένα σύννεφο σκόνης με ακολουθεί. Καθώς αυτό διαλύεται, βλέπω τα κορίτσια σκυμμένα πάνω από τον νεοφερμένο Ρωμαίο.

21.6.11

Καλειδοσκοπική όραση

Ο άνδρας με την καλειδοσκοπική όραση
από παιδί έβλεπε τη ζωή
σπασμένη σε επάλληλα πρίσματα.

Ένα λευκό τριαντάφυλλο
γινόταν στα μάτια του
χίλια γιασεμιά
το πλοίο στο λιμάνι
μύρια τρεμάμενα βαρκάκια
η ευθεία γραμμή
έβγαζε ακτίνες
και ο ήλιος γεννούσε
χιλιάδες αστέρια.

Δεν έμενε ποτέ μόνος
ο άνδρας με την καλειδοσκοπική όραση
Κάθε περαστικός
γινόταν πλήθος πολύχρωμο
που ξεχείλιζε γύρω του
φωνές και σώματα.

Ένα πρωινό
ο άνδρας με την καλειδοσκοπική όραση
δεν ξύπνησε νωρίς
όπως συνήθιζε
μόνο απόμεινε κρυμμένος
μέσα στα κατακερματισμένα του όνειρα
να ζηλεύει
τα ακέραια πράγματα
των άλλων ανθρώπων
περιμένοντας
θολός από λύπη
τον δικό του
ολόκληρο θάνατο.

24.5.11

Προφήτης Κυρίου

The Prophet-Emil Nolde (1912)

Συναντήσαμε τον προφήτη
να στέκεται στην κορυφή
καυτής μεσημεριάτικης σκάλας
με τα χέρια τεταμένα σε δέηση
και το βλέμμα να αγναντεύει
χρόνια σπασμένα και ξανακολλημένα
με χάπια αλοπεριδόλης
και πολύχρωμα τρικυκλικά.

Ακίνητος
κάτω από τον δημοτικό πολυέλαιο
που κρεμόταν ξεχασμένος
από τα Χριστούγεννα
στο στήθος ξύλινο πλακάτ
διαφήμιζε τον Κύριο.

Οι περαστικοί
με ψηφιακές μηχανές
τράβαγαν φωτογραφίες τοίχου
που θα ταίριαζαν τέλεια
στο διαδικτυακό προφίλ τους.
Γιαούρτι βιολογικής ζύμωσης
κρέμες αντιρυτιδικές
μάσκαρα για μακριές βλεφαρίδες
και ο Κύριος
γιατί η ελπίδα
πεθαίνει πάντα τελευταία
μετά τον Κύριο.

22.5.11

Στο Ζάππειο μια μέρα

      Περιμένω την Έλλη να τελειώσει τις προφορικές εξετάσεις του Lower σε ένα καφέ των Αμπελοκήπων. Ταυτόχρονα πίνω τον πρώτο freddo καπουτσίνο της χρονιάς. Καλοκαίριασε κανονικά πια. Ο ζεστός δεν τραβιέται.
      Ξεφυλλίζω τις κυριακάτικες εφημερίδες. Το σημερινό αποτύπωμα της Μαριάννας Τζιαντζή στην Καθημερινή αναφέρεται σε «Μια φοράδα που ξεψύχησε στη γράνα». Σε ένα χωριό του Δήμου Ολυμπίας, ο ιδιοκτήτης ενός αλόγου, που για κάποιο λόγο ήθελε να το ξεφορτωθεί, το έδεσε στον κοτσαδόρο του αυτοκινήτου του και το έσερνε επί δύο χιλιόμετρα με ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτή που μπορούσε να αναπτύξει το ζώο. Το αποτέλεσμα ήταν να διαλυθεί το άλογο εις τα εξ ων το είχε συνθέσει ο πλάστης του. Ο αφέντης του ολοκλήρωσε την κτηνωδία, αφήνοντας το ζώο να αργοπεθαίνει σε μια γράνα. Η λέξη γράνα, πολύ συνηθισμένη στην Πελοπόννησο, σημαίνει αρδευτικό χαντάκι. Μέχρι τώρα ήξερα ότι η γράνα αποτελεί όριο ανάμεσα σε γειτονικά χωράφια ή αγωγό αποχέτευσης του βρόχινου νερού σε αγροτικούς δρόμους. Φαίνεται ότι στην εποχή μας αποχετεύει επίσης ειδεχθείς συμπεριφορές και κτηνώδη ένστικτα αγροίκων Νεοελλήνων.
      Η Έλλη τέλειωσε καλά τις εξετάσεις. Τη ρωτάω αν είχε αγωνία την ώρα που εξεταζόταν. Η καθηγήτριά τους των αγγλικών τους είχε συμβουλεύσει, αν νιώσουν άγχος και ανησυχία στη θέα του εξεταστή, να προσπαθήσουν να τον φανταστούν γυμνό πάνω στη λεκάνη της τουαλέτας. Έμεινα άφωνη μπρος στον ευρηματικό αυτό τρόπο διαφυγής από το φαύλο κύκλο του στρες. Εντελώς αυτόματα έπιασα τον εαυτό μου να φαντάζεται όλους εκείνους που κατά καιρούς μου είχαν εμπνεύσει από άγχος έως πραγματικό τρόμο, σε αυτή την πολύ ιδιωτική στιγμή. Πραγματικά, πόσο πιο ανάλαφρα θα ήταν τα φοβερά βήματα της ζωής μου, αν είχαν λάβει χώρα μπροστά σε μια νοητή σειρά από τουαλέτες. Ένιωσα ευγνωμοσύνη για την καθηγήτρια αγγλικών της Έλλης.
      Κατηφορίσαμε με το μετρό προς το Σύνταγμα. Στην κορυφή της πλατείας, κάτω από έναν διακοσμητικό πολυέλαιο που έχει ξεμείνει, νομίζω, από τα Χριστούγεννα, συναντήσαμε ένα σύγχρονο προφήτη. Στεκόταν ακίνητος στο ψηλότερο σκαλοπάτι, με τα χέρια ανοιχτά σα να κάνει κήρυγμα, έχοντας κρεμασμένο επάνω του ένα πλακάτ. Ψηλά πάνω από το κεφάλι του ο πολυέλαιος, ακόμα πιο ψηλά ο ζεστός ανοιξιάτικος ήλιος που χτύπαγε κατακέφαλα και μπροστά του, στα χαμηλότερα σκαλοπάτια, πολλοί περαστικοί και τουρίστες που τον έβγαζαν φωτογραφίες. Μου φάνηκε σαν να στεκόταν «εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης», όπως η φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Ζηλεύω τέτοιους ανθρώπους που, έστω και μέσα στην ιδιαιτερότητά τους, πιστεύουν ότι υπάρχει πραγματικά ελπίδα σωτηρίας.
       «Ο άνθρωπος είναι ο καλύτερος φίλος του βιβλίου». Αυτό είναι το μότο της φετινής Έκθεσης Βιβλίου που γίνεται αυτές τις μέρες στο Ζάππειο. Λίγοι και καλοί οι φίλοι αυτό το κυριακάτικο πρωινό. Απλωμένα πάνω στους πάγκους των εκδοτών, συχνά με σκεβρωμένα από τον ήλιο εξώφυλλα, τα βιβλία περίμεναν με λαχτάρα τους φίλους τους να τα πάρουν στα χέρια τους, να τα ξεφυλλίσουν και να τα πάρουν τελικά μαζί τους φεύγοντας.
      Πήρα κι εγώ μερικά και ανάμεσά τους τη «Φωνή της Σιωπής», μια συλλογή του αγαπημένου μου Αργύρη Χιόνη. Άνοιξα τυχαία σε μια σελίδα: Η ποίηση πρέπει να’ναι/ Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο/ Πάνω που θα’χεις γλυκαθεί/ Να σπας τα δόντια σου. Χωρίς δεύτερη σκέψη πήρα το βιβλίο. Δεν μπόρεσα ποτέ μέχρι τώρα να αντισταθώ μπροστά σε γραπτό του Χιόνη. Με αφήνει μαγεμένη, κεραυνοβολημένη. Σε κάποιο άλλο από τα βιβλία που πήρα, διάβαζα ότι το θάρρος που προσιδιάζει στην ευφυΐα είναι το θάρρος της διαύγειας. Αυτό έχει ο λόγος του Χιόνη. Είναι ο διαυγής λόγος ενός ευφυούς ανθρώπου. Καμία λέξη δεν περισσεύει. Κανένα νόημα δεν χάνεις. Ο Χιόνης σμιλεύει την καθημερινότητα με έναν μοναδικό τρόπο, λες και τα αισθητήριά του έχουν άλλη κατασκευή και συνδέονται αλλιώς με τον εγκέφαλο από εκείνα των υπόλοιπων ανθρώπων: Σύννεφα/ σκότωσαν τον ήλιο/ κι ύστερα/ κλάψαν το χαμό του. Ένα τετράστιχο με τίτλο «Βροχή».
       Στο τέλος της βόλτας, καθόμαστε με την Έλλη στη θρυλική «Αίγλη». Στο απέναντι τραπέζι ένα ζευγάρι με δύο αγοράκια ηλικίας δημοτικού. Το ένα έχει βυθιστεί σε ένα τεύχος του «Αστερίξ». Η μαμά παρακαλεί το άλλο να ξεφυλλίσει ένα πολύχρωμο βιβλίο που του έχει αγοράσει. Ο μικρός δυσανασχετεί. Διατείνεται ότι «το ξεφύλλισε». Σκέφτομαι ότι πρέπει να ξαναπεράσουμε από την έκθεση φεύγοντας. Η Άννα μου έχει παραγγείλει να της βρω «ένα καλό βιβλίο».
       Ο άνθρωπος είναι ο καλύτερος φίλος του βιβλίου. Δείξε μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι.

15.5.11

Η Νόρμα στο υπόγειο

       Η σελήνη ήταν έτοιμη να ανατείλει πάνω από το ιερό δάσος των Δρυΐδων. Κρεμόταν από ψηλά, στο μέσο της σκηνής. Το κοινό δεν μπορούσε ακόμα να τη δει. Έβλεπε όμως ένα μεγάλο, ελαφρώς κακόγουστο δέντρο, φτιαγμένο από πεπιεσμένο χαρτί ανακύκλωσης. Ήταν μια βελανιδιά. Δίπλα της ο βωμός του Γαλάτη θεού Ιρμίνσουλ, φτιαγμένος από τούβλα, περασμένα ένα χέρι από χοντρό γκρίζο σοβά. Ένα κομμάτι αγκαθωτού θάμνου, ο υποτιθέμενος ιερός ιξός, ήταν στερεωμένο πίσω από το βωμό. Η Νόρμα, με ένα στεφάνι από πλεγμένη λουΐζα στο μέτωπο και ασημί δρεπάνι στο χέρι, ανέβηκε πάνω στην ιερή πέτρα.


       - Sediziose voci, voci di guerra… (Εξεγερμένες φωνές, φωνές του πολέμου…)

       Εξεγερμένη κι εκείνη μέσα της. Σε έναν πόλεμο που δειλά-δειλά άρχιζε. Τον πόλεμο της επιβίωσης. Η φωνή της κρυστάλλινη και σταθερή, αληθινή ιαχή. Τόσοι μήνες πρόβας έφεραν αποτέλεσμα. Τέσσερις ώρες το πρωί και άλλες τόσες το απόγευμα. Σκάλες, αρπισμοί, ακρόαση. Έφτασε να βλέπει την Κάλλας στον ύπνο της. Τουλάχιστον εκείνη είχε μια σιγουριά με τον Ωνάση. Και τις βαρκάδες της στο Σκορπιό, και τα μαργαριταρένια της κολιέ, και τα ακριβά ρούχα. Ενώ η ίδια με τον Αντώνη τι σιγουριά να έχει; Όλη την ημέρα γύριζε με έναν φραπέ στο χέρι (για την ακρίβεια, όχι τον ίδιο - τον άλλαζε κάθε δυο-τρεις ώρες) και τη «Χρυσή Ευκαιρία». Όλο έψαχνε για δουλειά και δουλειά δεν έβρισκε. Του κόψανε και το επίδομα. Είπε χθες ότι από Δευτέρα θα ξεκινούσε σε ένα μουσικό μεζεδοπωλείο. Θα έπαιζε τέσσερα βράδια τη βδομάδα, τις καθημερινές. Τα Σαββατοκύριακα τα κρατούσαν για τις φίρμες. Διακόσια ευρώ τη βδομάδα. Κάτι ήταν κι αυτό. Μακάρι να στέριωνε.

      -  L’ ora aspettate, l’ ora fatal… (Περιμένετε την ώρα, τη μοιραία ώρα…)

       Προχώρησε και έκοψε τον ιξό με το δρεπάνι. Δυσκολεύτηκε. Παρότι αστραφτερό, το δρεπάνι δεν ήταν καλά ακονισμένο. Ερχόταν και για κείνη η μεγάλη ώρα. Σε επτά μήνες ακριβώς. Χθες έκανε το τεστ εγκυμοσύνης. Είχε λίγες ζαλάδες την τελευταία εβδομάδα. Την πρόδωσε και η περίοδός της για πρώτη φορά. Το κατάλαβε. Πήρε τρία κιλά μέσα σε δέκα μέρες. Παραλίγο να μην της κάνουν τα φορέματα της Νόρμα. Το πρόσεξε και ο μαέστρος και την παρατήρησε ευγενικά, αλλά αυστηρά. Ήταν δύσκολοι οι καιροί. Δεν θα μπορούσαν να βρουν άλλα κοστούμια. Δεν υπήρχαν χρήματα. Έπρεπε να βολευτούν με ό,τι υπήρχε στο βεστιάριο από προηγούμενες παραστάσεις. Βέβαια, εκείνη πάντα λαχταρούσε να γίνει μητέρα. Το είχε όμως φανταστεί αλλιώς. Να μένει σε ένα μεγάλο και όμορφο σπίτι. Το μωρό να έχει ένα φωτεινό, ευχάριστο δωμάτιο με πολλά παιχνίδια. Ο Αντώνης να έρχεται από τη δουλειά χαμογελαστός και να την κρατά στην αγκαλιά του, καθώς εκείνη θα θηλάζει το μωρό.
       Προχώρησε μπροστά, πάνω στη σκηνή, και έτεινε τα χέρια της προς τον ουρανό. Ένα λεπτό σκοινί κατέβασε το χρυσαφί φεγγάρι ακριβώς πάνω από το κεφάλι της.

       -Casta Diva, che inargenti queste sacre antiche piante… (Αγνή θεά, που ασημώνεις τα δέντρα αυτά τα αρχαία, τα ιερά)

        Ανατρίχιαζε κάθε φορά που έλεγε αυτή την άρια. Της φαινόταν σαν να έκανε επίκληση στη Μαρία Κάλλας. Ποτέ και πουθενά δεν επρόκειτο καμία σοπράνο να τραγουδήσει αυτή την άρια όπως την είχε τραγουδήσει εκείνη. Έβαζε τις ηχογραφήσεις της και τις άκουγε σχεδόν κάθε μέρα, ειδικά τώρα τελευταία που προετοιμαζόταν για την παράσταση. Συχνά της έρχονταν δάκρυα στα μάτια, ιδιαίτερα στο καταπληκτικό ντουέτο της Κάλλας με τη Στινιάνι στο “Mira, o Norma”. Αυτή η άρια ήταν η αγαπημένη της. Η Ανταλγκίζα εκλιπαρεί τη Νόρμα να λυπηθεί τα παιδιά της και να τα κρατήσει κοντά της. Η μελωδία της άριας και το αρμονικό συνταίριασμα των φωνών λες και είχαν γραφτεί από θεϊκό χέρι.
       Μόνο στη μουσική έβρισκε πια ανακούφιση. Τις ώρες που ήταν πάνω στη σκηνή, ζούσε άλλες ζωές. Πότε Νόρμα να πέφτει στα πόδια του Πολιόνε ζητιανεύοντας την αγάπη του, πότε Αΐντα να ξεψυχά στην αγκαλιά του Ρανταμές, πότε Σαλώμη να χορεύει τον χορό των Επτά Πέπλων μπροστά στον Ηρώδη. Κρυβόταν μέσα στους ρόλους, όσο μπορούσε καλύτερα, μην τυχόν και τη βρει η πραγματική ζωή. Εκείνη όμως κάθε φορά την ξετρύπωνε στο τέλος. Την ώρα που ο κόσμος σταματούσε το χειροκρότημα. Την ώρα που κατέβαινε στο υπόγειο να ξεβαφτεί, στο στενό και σκοτεινό καμαρίνι της που μύριζε κλεισούρα και αρώματα από τα διπλανά καμαρίνια. Τενόροι, σοπράνο, χορευτές, τσελίστες, βιολονίστες και χορωδοί, όλοι γίνονταν ένα μέσα σε αυτά τα στενάχωρα δωμάτια. Τσαλαπατούσε ο ένας τον άλλον, να προλάβουν τις τουαλέτες και τις βρύσες, για να ετοιμαστούν και να φύγουν. Και από κοντά οι θαυμαστές. Συγγενείς, φίλοι, αλλά και άγνωστοι που λάτρευαν την όπερα, κρατώντας λουλούδια για να προσφέρουν ή προγράμματα για να πάρουν αυτόγραφα. Να μοιραστούν λίγη από τη λάμψη των πρωταγωνιστών.

        - T’ inoltra, o giovinetta, t’ inoltra… (Πλησίασε, ω κόρη, πλησίασε…)

        Η άλλη σοπράνο που υποδύεται την Ανταλγκίζα είχε ανεβεί στη σκηνή. Αντίπαλοι στο έργο, αντίπαλοι και στην πραγματικότητα. Ποτέ δεν τη χώνεψε αυτή τη γυναίκα. Τους κοίταζε όλους με ένα υπεροπτικό ύφος, λες και ήταν μυρμήγκια. Τραβούσε τις φράσεις της και χρωμάτιζε τη φωνή της, σαν να έλεγε κάποιο ρετσιτατίβο. Εντάξει, ήταν σε καλύτερη μοίρα από πολλούς άλλους. Είχε πλούσιο άντρα, βιομήχανο. Τραγουδούσε από χόμπι, όπως είχε δηλώσει. Ή μάλλον δεν το είχε πει ακριβώς έτσι. Από πάθος για τη μουσική. Ναι, έτσι το είχε πει μια μέρα. Δεν έφτανε όμως μόνο το πάθος. Ας έριχνε καμιά ματιά και στο λιμπρέτο. Ας ερχόταν λίγο προετοιμασμένη, να μην καθυστερεί τις πρόβες και να μην εκνευρίζει τον μαέστρο. Την τελευταία φορά, στη «Μποέμ», ο μαέστρος έξαλλος της είχε πει ότι δεν θα ξανατραγουδήσει ποτέ ξανά σε δική του παράσταση. Μεσολάβησε τότε ο σύζυγος-βιομήχανος, απειλώντας ότι θα σταματήσει την επιχορήγηση. Ο μαέστρος μαζεύτηκε. Έριξε νερό στο κρασί του. Είπαμε, ήταν δύσκολοι οι καιροί. Κινδύνευαν να βρεθούν όλοι στο δρόμο με την οικονομική κρίση που υπήρχε. Μήνες πολλούς απλήρωτοι οι μουσικοί. Στο θέατρο, για πολύ καιρό, δεν είχε μπει ούτε καρφί.

         -Tremi tu? E per chi? (Τρέμεις; Για ποιον τρέμεις;)

       Ο τενόρος που έκανε τον Πολιόνε στεκόταν απέναντί της με ύφος κωμικά λυπημένο. Ε, λοιπόν, δεν έπειθε. Πολύ καλό παιδί, συνεπής στη δουλειά του, σωστή φωνή, αλλά από σκηνική παρουσία, τίποτα. Καταρχήν ήταν τόσο παχύς, που λαχάνιαζε και στα λίγα σκαλοπάτια της σκηνής. Νέος άνθρωπος, είχε παραμελήσει τόσο τον εαυτό του. Πώς να πείσει ότι τον διεκδικούν δύο γυναίκες, όταν στην πραγματικότητα και η πιο απελπισμένη δεν θα γύριζε να τον κοιτάξει; Πόσο αηδίαζε εκείνη, όταν της κρατούσε το χέρι με την ιδρωμένη παχουλή παλάμη του στα ντουέτα που είχαν μαζί…
       Ο τενόρος-Πολιόνε ερμήνευε με υπερβολικά δραματικό τρόπο.

       - Dio non v’ha che mali inventi de’ miei mali, ah, più cocenti! (Δεν υπάρχει Θεός που από τις δικές μου δυστυχίες χειρότερες να μπορεί να εφεύρει!)


       Εντάξει, τον λυπόταν. Είχε τρία παιδιά και μια γυναίκα με ψυχική νόσο. Πάσχιζε να τα φέρει βόλτα. Όταν δεν είχε παράσταση, τραγουδούσε σε ένα πιάνο-μπαρ. Συχνά ερχόταν στις πρόβες ξενυχτισμένος και τον έπαιρνε ο ύπνος στα μεσοδιαστήματα των δικών του κομματιών. Πολλές φορές, έπιναν καφέ μετά τις πρόβες και κουβέντιαζαν. Της έδινε την εντύπωση ότι ήταν τσιμπημένος μαζί της. Ο τρόπος που την κοιτούσε, ιδιαίτερα όταν εκείνη τραγουδούσε, κάτι τέτοιο μαρτυρούσε. Εκείνη όμως δεν του άφηνε ποτέ κανένα περιθώριο.
       Μπήκε η χορωδία στο δικό της κάλεσμα.

     -Norma, Norma, all’ ara! (Νόρμα, Νόρμα, στο βωμό!)

      Εκείνη συγκεντρώθηκε στο ρόλο της. Το πρώτο μέρος τέλειωνε σε λίγο.

     - Αh! Suon di morte, suon di morte! (Α! Θανάτου ιαχή, θανάτου ιαχή!)

        Η Ανταλγκίζα και ο Πολιόνε έκλεισαν και τα δικά τους μέρη. Έμενε η αγκωνιά που είχε να δώσει εκείνη στον Πολιόνε. Πόσες φορές δεν είχαν προβάρει αυτή την αγκωνιά. Ο σκηνοθέτης με το μαέστρο διαφωνούσαν. Πολύ τρυφερή, πολύ σκληρή, πολύ απότομη, πολύ αδιάφορη, χαδιάρικη, άτσαλη… Και τι δε είχαν ακούσει! Μετά από μια πρόβα, ο τενόρος της είχε δείξει το μελανιασμένο πλευρό του, εκεί που έτρωγε τις αγκωνιές σύμφωνα με τις οδηγίες των αρχηγών. Πρέπει να κάνω πιο ήπιες κινήσεις, είχε σκεφτεί εκείνη με τύψεις.
      Η ιαχή του θανάτου ξεθύμανε. Η σκηνή άδειασε και τα φώτα άναψαν. Κατέβηκε από τη στενή σκάλα στο καμαρίνι της. Κατουριόταν εδώ και ώρα. Είναι κι αυτή η εγκυμοσύνη… Η τουαλέτα των γυναικών κατειλημμένη. Μπήκε στο καμαρίνι της. Το κινητό της είχε τέσσερις αναπάντητες κλήσεις. Ο Αντώνης. Τι να ήθελε άραγε; Σχημάτισε τον αριθμό του.

      -Έλα… Ναι, καλά τα έχουμε πάει μέχρι τώρα. Έχει κόσμο, αρκετό. Τι;… Τι είπες;… Πότε;…. Πού την πήγανε, σε ποιο νοσοκομείο;…. Τι λένε οι γιατροί;

      Από τα μάτια της έτρεχαν ασυγκράτητα τα δάκρυα αφήνοντας υγρούς λεκέδες στο πράσινο βελούδινο φόρεμα της Νόρμα. Ίδια δάκρυα με κείνα που έρχονταν όταν άκουγε την Κάλλας με τη Στινιάνι. Μόνο που τώρα ήταν περισσότερα. Πολύ περισσότερα. Τα χέρια της έτρεμαν. Της ήρθε ναυτία. Πήρε βαθιές ανάσες. Ευτυχώς τις περισσότερες φορές κατάφερνε να το ελέγχει. Το δεύτερο μέρος θα άρχιζε σε λίγα λεπτά. Κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη και διόρθωσε λίγο το μακιγιάζ. Φαινόταν χλωμή και λυπημένη. Έτσι ακριβώς όπως την ήθελε αυτό το δεύτερο μέρος του ρόλου.
       Ανέβηκε στη σκηνή. Κρατούσε στο χέρι της ένα φανάρι και ένα μαχαίρι. Στο κέντρο της σκηνής υπήρχε τώρα ένα ανάκλιντρο και δίπλα του ένα τραπέζι. Πάνω του ξαπλωμένα δυο παιδάκια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Οι δυο μικροί πρωταγωνιστές του έργου, οι μασκότ όλων τους. Ήταν αστεία με έναν αθώο τρόπο, καθώς τρεμόπαιζαν τα κλειστά τους βλέφαρα, προσπαθώντας να παραστήσουν ότι κοιμούνται. Πόσες παρατηρήσεις δεν τους είχε κάνει ο μαέστρος μέχρι να καταφέρουν να παραμένουν σοβαρά για τα λίγα λεπτά των ρόλων τους… Της φάνηκαν τόσο όμορφα…
       Άφησε το φανάρι πάνω στο τραπέζι, όπως ακριβώς προέβλεπε ο ρόλος. Κάθισε στην άκρη του ανάκλιντρου με το πρόσωπο στραμμένο στα κοιμισμένα παιδιά.

      -Dormono entrambi… Non vedran la mano che li percuote. (Κοιμούνται και τα δύο… Δεν θα δουν το χέρι που τα χτυπά).

       Η φωνή της ακουγόταν φορτισμένη με την τραγικότητα που απαιτούσε αυτό ακριβώς το σημείο του ρόλου. Είχε μελετήσει αυτό το κομμάτι πολλές φορές και είχε προσπαθήσει να μπει στη θέση της Νόρμα. Της ήταν αδύνατο να φανταστεί ότι θα μπορούσε ποτέ μια μάνα, για οποιοδήποτε λόγο, να σκοτώσει τα παιδιά της. Ευτυχώς που ο λιμπρετίστας της Νόρμα αποδείχτηκε πιο φιλεύσπλαχνος από τον Ευριπίδη κι έτσι η Νόρμα τελικά δεν είχε γίνει φόνισσα.
      Ξαφνικά την κυρίευσε ένα δυνατό κι ευχάριστο συναίσθημα, όπως όταν κάποιος ανυπομονεί για κάτι καλό που έρχεται. Τα έγχορδα της ορχήστρας συνέπραξαν μαζί της σε ένα ηχηρό ιντερλούδιο. Ναι, αλήθεια, κάτι πολύ καλό ερχόταν. Σε επτά μήνες θα είχε κι εκείνη το δικό της παιδί.