Σελίδες

22.8.10

Μεθυσμένα μυρμήγκια

    Τα μυρμήγκια ζήλευαν τη μεγάλη, λαμπερή ζωή των ανθρώπων. Τους παρατηρούσαν κρυμμένα στις γωνιές των επίπλων και στις χαραμάδες των τοίχων. Όταν εκείνοι έδειχναν απασχολημένοι, αυτά έβγαιναν από τις κρυψώνες τους και κρυφοκοίταζαν. Όρθωναν τα κόμπια του κορμιού τους το ένα πάνω στ’ άλλο για να μπορούν να αγναντεύουν όσο πιο ψηλά γινόταν. Τους έβλεπαν να πηγαινοέρχονται βιαστικοί, άλλοτε χαμογελαστοί και άλλοτε κατσούφηδες. Τους άκουγαν να κουβεντιάζουν, να γελάνε, να μαλώνουν. Μάζευαν τα ψίχουλα που έπεφταν από τα τραπέζια τους και σάστιζαν από τις ονειρεμένες γεύσεις της πίτσας, της τούρτας και των μπισκότων. Η ζωή των ανθρώπων πρέπει να ήταν ο παράδεισος για τον οποίο είχαν ακούσει να γίνεται λόγος.
    Συχνά τα μυρμήγκια πλήρωναν ακριβά αυτή τους την αδιακρισία. Οι άνθρωποι πλησίαζαν απειλητικά με κάτι κυλινδρικά όπλα που έκαναν «φσσιιττ» και εκτόξευαν δηλητηριώδη βροχή. Δεν γλίτωνε κανένα τους σε τέτοιες πολεμικές επιχειρήσεις. Άλλες φορές οι φωλιές τους πλημμύριζαν από σαπουνάδες που μύριζαν όμορφα. Τότε τα μυρμήγκια πνίγονταν αρωματισμένα. Ποτέ όμως δεν το έβαζαν κάτω. Συνέχιζαν τη διακριτική τους κατασκοπεία μέσα από τα υπόγεια παρατηρητήριά τους.
    Χθες το βράδυ έζησαν μια καταπληκτική εμπειρία από τον ανθρώπινο κόσμο. Μια παρέα ανθρώπων είχε μαζευτεί στη βεράντα ενός σπιτιού. Έτρωγαν, έπιναν, γελούσαν. Κάποια στιγμή ο οικοδεσπότης εμφανίστηκε με ένα μπουκάλι που περιείχε ένα ροζέ υγρό. Κούνησε λίγο το μπουκάλι και έβγαλε το αλουμινόχαρτο που κάλυπτε το λαιμό του. Ένας δυνατός κρότος ακούστηκε και ένα αντικείμενο, μάλλον ξύλινο, εκτοξεύτηκε από το μπουκάλι, διέγραψε μια ατρακτοειδή τροχιά πάνω από τα κάγκελα του μπαλκονιού και προσγειώθηκε στα μαρμάρινα σκαλιά του σπιτιού. Έκπληκτα τα μυρμήγκια έσπευσαν να το περιεργαστούν.
    Το ξύλινο αντικείμενο ήταν ένας φελλός, σημαδεμένος με ακαταλαβίστικα γράμματα και αριθμούς. Ήταν μουσκεμένος με το ροζέ υγρό. Τα σκαλοπάτια είχαν πασαλειφτεί και γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο. Τα μυρμήγκια πλησίασαν πιο κοντά και άρχισαν να δοκιμάζουν τους ροζέ λεκέδες. Μύριζαν όμορφα και η γεύση τους είχε μια γλυκιά σπιρτάδα. Μαζεύτηκαν καμιά τριανταριά μυρμήγκια και μέσα σε λίγη ώρα είχαν σχεδόν καθαρίσει τους λεκέδες.
    Αισθάνθηκαν ξαφνικά ότι είχαν βαρύνει. Τα πόδια τους λες και ήταν κολλημένα στο σκαλοπάτι. Τα κεφάλια τους στριφογύριζαν ή το σκαλοπάτι στριφογύριζε ή και τα δύο. Ξάπλωσαν ευτυχισμένα πάνω στο σκαλοπάτι που κόλλαγε ελαφρά. Συνέχισαν να ακούνε τις φωνές και τα γέλια των ανθρώπων.
    Το άλλο πρωί η οικοδέσποινα κατέβηκε με σκούπα και λάστιχο να πλύνει τη σκάλα. «Για δες», σκέφτηκε και χαμογέλασε. «Μεθυσμένα μυρμήγκια».

 (H παραπάνω ιστορία βασίζεται σε πραγματικό γεγονός που έλαβε χώρα χθες βράδυ. Ο οίνος ήταν "Εύα" ροζέ από το Κτήμα Εύχαρις. Για του λόγου το αληθές, τη σκάλα έπλυνε ο οικοδεσπότης).

18.8.10

Φωτογραφίες τοίχου

 
       Μια παρέα από νεαρά παιδιά στη θάλασσα. Δύο αγόρια, δύο κορίτσια, όλοι τους το πολύ μέχρι εικοσιπέντε χρονών. Τα αγόρια σωματώδη, γυμνασμένα, «φέτες». Οι κοπέλες στα όρια της ανορεξίας. Όλοι τους έχουν τατουάζ σε διάφορα σημεία του σώματος.
      Η μια από τις κοπέλες κρατάει μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, από αυτές τις μικρές σε μέγεθος και μεγάλες σε δυνατότητες. Το ένα αγόρι έχει πάρει την άλλη κοπέλα στους ώμους του και ποζάρει με χαμόγελο λεύκανσης.

-Αυτή θα την βάλω στον τοίχο. Τράβα την ξανά να είναι καλή. Ολόσωμη. Να φαίνεται και το νερό.

     Η φωτογράφος προσπαθεί. Φαίνεται μπερδεμένη από τις ενδείξεις της μηχανής.

-Βγήκε; Ρωτάει η αναβάτις από ψηλά, γραπωμένη από τον σβέρκο του μοντέλου.

-Δεν ξέρω, απαντά η φωτογράφος ακόμα πιο μπερδεμένη.

-Ας την ξαναβγάλουμε, λέει το μοντέλο-ίππος. Αν είναι καλή, θα τη βάλω προφίλ.

     Ξαναπροβάλλει το λευκό χαμόγελο με φόντο τα γαλανά νερά. Το λευκό του Αιγαίου δεν πιάνει μία μπροστά του.

-Να σας πω τι έχω πάθει εγώ, λέει ο τέταρτος της παρέας. Κάθε μέρα με σκουντάει μία που δεν την ξέρω.

-Καλή; ρωτάει το μοντέλο-ίππος, αναφερόμενος προφανώς όχι στην καλοσύνη της εν λόγω άγνωστης.

-Δεν ξέρω. Έχει βάλει για προφίλ τη Ντόρα.

-Ποια Ντόρα; Τη μικρή εξερευνήτρια;

-Ε, ποια; Τη Μπακογιάννη;

-Αυτές που βάζουν άσχετες φωτογραφίες προφίλ, συνήθως δεν βλέπονται. Ή δεν ψάχνουν. Εσύ τη σκουντάς;

-Τη σκούντηξα κάνα-δυο φορές. Είπα να της κάνω λίγο chat, αλλά βαρέθηκα.

-Γιατί;

-Είδα τις πληροφορίες της. Πολλή κουλτούρα, βρε παιδί μου. Όλο σελίδες ποίησης, τέχνης και λόγου και άλλες τέτοιες μ……. Τι να συζητήσουμε; Για τον Σέξπιρ;

-«Να ζει κανείς ή να μην ζει;» Αυτός δεν το έχει γράψει; ρωτάει η αναβάτις από τους ώμους του μοντέλου-ίππου.

-Καλά, δεν παίζεσαι! θαυμάζει η φωτογράφος.

-Πόσες έχεις τραβήξει;

-Ολόκληρο άλμπουμ. Διαλέγετε και παίρνετε. Προβλέπω πολλά likes. Θα κοκκινίσουν οι ενημερώσεις σας για βδομάδες.

-Παιδιά, δεν τα μαζεύουμε να πάμε να πιούμε καφέ επάνω στην καφετέρια; Είδα ότι έχει wifi. Θέλω να ταΐσω και τα ψάρια μου.

-Άντε, πάμε. Να μαζέψω κι εγώ τα καλαμπόκια και να αρμέξω την αγελάδα μου.

15.8.10

Σημειώσεις δίπλα στο κύμα


   Πάει καιρός χωρίς ούτε μία ανάρτηση σε τούτο το ιστολόγιο. Ούτε μία ιστορία. Έστω κάποιες σημειώσεις. Κόλλησαν οι ρευστές ημέρες. Έγιναν ημίρρευστες. Στο τέλος στερεές, στόκος.
     Σφίγγω το στυλό ανάμεσα στα δάκτυλα. Πρώτα όρθιο, μετά ανάποδα. Πάντα μου έλεγαν ότι κρατάω το στυλό σαν παλούκι. Μερικές φορές νομίζω ότι και οι λέξεις που γράφω είναι άχαρες και σκληρές σαν παλούκια. Αυτόν τον καιρό όμως και αυτές οι λέξεις δεν λένε να βγούνε. Σκόρπιες ιδέες συνωστίζονται απρόθυμα.
    Δοκιμάζω με το ποντίκι, του υπολογιστή  φυσικά. Η Άννα ως ποντίκι έμαθε πρώτα το εξάρτημα του υπολογιστή και μετά το απεχθές τρωκτικό. Δεξί κλικ, αριστερό κλικ. Ο κέρσορας βολτάρει άσκοπα πάνω στην επιφάνεια εργασίας. Παράθυρα ανοιγοκλείνουν. Φάκελοι εμφανίζονται για να χαθούν ευθύς αμέσως.
    Καλοκαιρινή ραστώνη. Το μυαλό σχεδόν ναρκωμένο, καλυμμένο, λες, από επάλληλα στρώματα αντιηλιακού με υψηλό δείκτη προστασίας. Προστατευμένο από κάθε έναυσμα δημιουργίας.
    Παρηγοριέμαι όμως, γιατί τουλάχιστον διαβάζω. Και μάλιστα με αναντικατάστατη συντροφιά, τη θάλασσα. Την ακούω να πηγαινοέρχεται ακούραστα πάνω στα βότσαλα, άλλοτε ήρεμη, θωπευτική και άλλοτε ανταριασμένη, σαρωτική. Συχνά σηκώνω τα μάτια από τη σελίδα και παρατηρώ τα βότσαλα που γυαλίζουν φρεσκοπλυμμένα κάτω από την Αυγουστιάτικη λιακάδα. Οι στίχοι των ποιητών γυαλίζουν κι αυτοί, ακέραιοι και εκτυφλωτικά όμορφοι, με φόντο το γαλάζιο, σχεδόν μινιμαλιστικό τοπίο. Αλλά και τα πρόσωπα στις διηγήσεις των συγγραφέων φωτίζονται αλλιώς, σχεδόν λάμπουν.
Είναι αυτό που έλεγε ο ποιητής: Κύμα στο φως/ Ξαναγεννάει τα μάτια…

(Η φωτογραφία δική μου, από αυτές που τράβηξα φέτος το καλοκαίρι σε μέρος όχι εξωτικό, όχι μακρινό, όχι ονειρεμένο.)