Σελίδες

16.7.10

Πορσελάνες και κρύσταλλα
















    Κάθε μέρα δυσκολεύομαι όλο και περισσότερο να ζήσω σύμφωνα με τη γαλάζια πορσελάνη μου. Δεν το λέω εγώ. Το είχε πει ο Όσκαρ Ουάιλντ. Το διαβάζω στην ογκώδη βιογραφία του που κουβάλησα σήμερα μαζί μου στην παραλία. Εννιακόσιες και κάτι σελίδες. Σκοπεύω να κάνω κάμποσα μπάνια φέτος. Ήθελα λοιπόν κάτι σοβαρό και πολυσέλιδο. Κάνουμε καλή παρέα οι τρεις μας: ο Όσκαρ, ο φραπέ κι εγώ. Πνευματώδης ο πρώτος. Γλυκός ο δεύτερος. Πνευματώδης, γλυκιά και μπακούρι εγώ. Η πιο ταιριαστή τριάδα κάτω από την ομπρέλα. Ομοούσια και αχώριστη.
   Τον καταλαβαίνω τον Όσκαρ. Κι εγώ δυσκολεύομαι να ζήσω με πορσελάνες και κρύσταλλα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον καβγά με τη μάνα μου την ημέρα που μετακόμιζα στο δικό μου διαμέρισμα.
«Θα σου φέρω το πορσελάνινο σερβίτσιο του τσαγιού και τα δύο κρυστάλλινα βάζα, να τα βάλεις στη ραφιέρα δίπλα στο τζάκι».
«Όχι, μαμά. Στη ραφιέρα αυτή θα βάλω βιβλία».
«Είσαι με τα καλά σου, Βιργινία; Τόσες βιβλιοθήκες έχεις. Στο τζάκι δίπλα δεν πάνε βιβλία. Θέλει κάτι φίνο για να δείξει».
«Θα βάλω νομπελίστες. Θα βάλω ποιητές. Σεφέρη, Ελύτη. Θα βάλω ό,τι θέλω. Στο κάτω-κάτω δικό μου είναι το σπίτι».
   Και η ζωή δική μου. Μια ζωή που δεν ταιριάζει με πορσελάνες και κρύσταλλα. Γεμάτη από πλαστικό.
   Ζω μέσα στο πλαστικό. Δουλεύω σε μια βιομηχανία πλαστικών ειδών. Κατασκευάζουμε πλαστικά αντικείμενα οικιακής χρήσης. Πιάτα, ποτήρια, κουτάλια και άλλα μικροαντικείμενα. Είμαι στην ίδια δουλειά εδώ και δέκα περίπου χρόνια, υπεύθυνη για τις προμήθειες πρώτων υλών. Μέσα στη γενική απαισιοδοξία, οι δικές μας δουλειές πάνε καλά. Φαίνεται πως ο πολύς κόσμος συμμερίζεται κι αυτός τη γνώμη του Όσκαρ Ουάιλντ. Το βλέπω κι εγώ στον εαυτό μου. Τα μισά γεύματα της εβδομάδας είναι πλαστική τροφή που φτάνει με delivery στην πόρτα του σπιτιού ή του γραφείου μου. Κοντεύω να γίνω φίλη με τα παιδιά του delivery. Τους ξέρω με τα μικρά τους ονόματα.
   Και εκτός δουλειάς οι περισσότερες ώρες της ημέρας μου έχουν κάτι από πλαστικό. Οι φίλες μου θυμίζουν τις πλαστικές κούκλες που βλέπω στις βιτρίνες. Η Χριστίνα είναι σαν Μπάρμπι. Ξανθιά, αδύνατη, με ψηλοτάκουνες γόβες και εφαρμοστά ρούχα. Τρεις ώρες την ημέρα γυμναστήριο, δύο φορές την εβδομάδα κομμωτήριο και δύο φορές το μήνα περιποίηση νυχιών. Τώρα τελευταία, αντικατέστησε τη γιόγκα με pilates. «Το pilates λέει, η γιόγκα δεν λέει πια», μου εξήγησε πρόσφατα χωρίς να διευκρινίσει τι κουβέντιασαν μεταξύ τους και κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα. Η Ντόρα φέρνει πιο πολύ σε Μπρατζ. Δυναμική, με επιμελώς ατημέλητο ντύσιμο και έντονο μακιγιάζ. Η οικολόγος της παρέας. Τσακωνόμαστε συχνά για τη δουλειά μου. Με θεωρεί υπεύθυνη για το σύνολο της οικολογικής καταστροφής του πλανήτη.
   Φέτος κάναμε και οι τρεις τις πρώτες μας πλαστικές. Πενήντα παρά κάτι όλες μας. «Καθυστερήσατε», είπε ο πλαστικός χειρουργός. «Αναγκαστικά θα πάμε κατευθείαν σε λίφτινγκ». Αποκτήσαμε και οι τρεις τα ίδια πλαστικά χαμόγελα. Τα πληρώσαμε αδρά με πλαστικό χρήμα, κατευθείαν στον λογαριασμό του πλαστικού γιατρού. Από τότε αποφεύγουμε τα δυνατά συναισθήματα που προκαλούν ρυτίδες. Δεν ξεκαρδιζόμαστε στο γέλιο, αλλά ούτε κλαίμε με λυγμούς. Για να πω την αλήθεια, δεν μας προκύπτουν κιόλας. Πλαστικές σχέσεις μίας χρήσεως είναι αυτό που επιδιώκουμε για να μακροημερεύσουν οι πλαστικές μας. Όχι τίποτα άλλο, τα οικονομικά μας δεν επιτρέπουν άλλο λίφτινγκ.
    Κάθομαι λοιπόν κάτω από την ομπρέλα με τον Όσκαρ στα γόνατά μου. Το φούξια καλαμάκι ανεβάζει τον απολαυστικό φραπέ από το πλαστικό ποτήρι στα διψασμένα χείλη μου. Αυτά τα διαφανή ποτήρια με το τρύπιο θολωτό καπάκι ήταν η μεγάλη επιτυχία του εργοστασίου μας. Πρώτοι εμείς τα λανσάραμε στην αγορά και από τότε αντικατέστησαν σχεδόν ολοκληρωτικά κάθε άλλο τύπο ποτηριού. Η Ντόρα δεν μου μιλούσε καθόλου εκείνο τον καιρό. Με κοιτούσε με δολοφονικό ύφος κάθε φορά που παραγγέλναμε καφέ και μας τον έφερναν σε τέτοια ποτήρια. Είχα φοβηθεί ότι θα με καρφώσει σε οικολόγους ακτιβιστές. Ότι θα με απαγάγουν και θα ζητήσουν από την εταιρεία ως λύτρα όλες τις παρτίδες των εγκληματικών ποτηριών. Ευτυχώς, με τον καιρό μαλάκωσε. Τώρα πίνει κι εκείνη αναγκαστικά από τέτοια ποτήρια, παρόλο που κάθε φορά θα κάνει ένα σχόλιο.
    Ο ήχος του κινητού μου. Το Καλοκαίρι από τις Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι. Κουλτουριάρα γκόμενα από μικρή. Γι’ αυτό ξέμεινα.
«Ναι;»
«…………»
«Έλα, Πέτρο. Πού είσαι;»
«…………»
«Όχι. Δεν κάνω τίποτα. Σε πόση ώρα;»
«………»
«Βέβαια, θα προλάβω. Κλείνω για να τα μαζέψω. Έρχομαι. Όχι, βρε παιδί μου. Δεν με αναστατώνεις. Θέλω κι εγώ να σε δω. Σε μισή ώρα θα είμαι εκεί».
     Δεν ξέρω αν έχει κατορθώσει ποτέ κανείς να είναι από το Καβούρι στου Ζωγράφου σε μισή ώρα. Εγώ πρέπει όμως με κάθε τρόπο να το καταφέρω. Ο Πέτρος θέλει να με ξαναδεί…

11.7.10

Η οικογένειά μου
















(φωτ. Βούλα Παπαϊωάννου)


Ο μπαμπάς μου φορούσε πάντα αδιάβροχο
και κρατούσε μια γκρίζα ομπρέλα για τον ήλιο,
αγαπούσε γυναίκες κι όλο έφευγε,
κι έπαιζε σε ταινίες κατασκόπων
τον ρόλο της κλειδαριάς στην πόρτα
ή του ανοιχτού παράθυρου
στη μέση μιας ερήμου.
Πολύ του άρεσαν πάντα τα καπέλα.
Η μαμά μου φορούσε όμορφα καπέλα
με ζωντανά ακέφαλα παγόνια να μαλώνουν.
Ο αδελφός μου ήταν κύκνος,
κρυστάλλινος και διάφανος,
σε χίλιες δυο μεριές του ραγισμένος
και τόσο, μα τόσο ανυπεράσπιστος,
που πάντα έμπαινα σε πειρασμό
να τον ρίξω κάτω, για να σπάσει.
Κι εγώ ήμουν αξιολάτρευτη,
στα άσπρα πάντοτε ντυμένη,
έτρωγα κέικ από μοναξιά,
σ' ένα ετοιμόρροπο καθόμουνα μπαλκόνι.
Ύστερα η μαμά χάθηκε μες στον καθρέφτη,
ο μπαμπάς αγάπησε ένα πουλί και πέταξε,
ο αδελφός μου παντρεύτηκε την Νύχτα
και το μπαλκόνι μου κατέρρευσε στη θάλασσα.
Κι από όλη την οικογένειά μου,
απόμεινε μόνο ένα άλμπουμ με σκιές
να κυνηγούν ατέρμονα η μια την άλλη μες στη νύχτα.

Χλόη Κουτσουμπέλη
Η λίμνη ο κήπος και η απώλεια (2006)

8.7.10

Η αυλή με τ' αστέρια


Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι μες στα θερινά τα σινεμά
νύχτες που περνούν
που δεν θα ξαναρθούν
μ' αγιόκλημα και γιασεμιά.

    Η Ελλάδα είναι μοναδική σε πολλά πράγματα. Τα περισσότερα από αυτά δεν είναι καλά. Σίγουρα όμως ένα από τα λίγα καλά είναι τα θερινά σινεμά. Χωμένα σε αυλές παλιών σπιτιών, σιγουρεμένα από το ξεδιάντροπο παράστημα των τριγύρω πολυκατοικιών με φράχτες φορτωμένους γιασεμιά και μπουκαμβίλιες. Ξαναμμένοι από την καλοκαιρινή ζέστη, οι θεατές, λιγότερο ή περισσότερο σινεφίλ, έρχονται μόνοι ή σε παρέες. Έρχονται να συναντήσουν τη ζωή τους. Αυτή που έφυγε και αυτή που περιμένουν να έρθει. Την περιμένουν σιγοπίνοντας παγωμένη μπίρα και ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον ουρανό.

    Έχουμε την τύχη, στην περιοχή που είναι το εξοχικό μας, να υπάρχει ένα θερινό σινεμά. Εδώ και πολλά χρόνια το κρατάει ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Κοντοί και ηλιοκαμένοι ο άντρας και η γυναίκα, ταιριαστοί σαν κάθε παλιό ζευγάρι. Οι δυο τους κάνουν τα πάντα. Κόβουν τα εισιτήρια, λειτουργούν το μικρό κυλικείο, χειρίζονται τα μηχανήματα προβολής. Καταφθάνουν κάθε απόγευμα με ένα μικρό αυτοκίνητο απροσδιόριστης κατηγορίας: ούτε αγροτικό, ούτε βαν, ούτε πολυμορφικό. Ηλικιωμένο κι αυτό. Δυο-τρεις φορές τη βδομάδα κουβαλάνε τις κόπιες της τρέχουσας ταινίας.

    Οι ταινίες κάθε είδους. Μεγάλες επιτυχίες του χειμώνα, δευτεροκλασάτες ελληνικές παραγωγές, κινούμενα σχέδια. Η προσέλευση πάντα μέτρια. Με το ζόρι βγάζουν τα έξοδά τους. Από τη μια η θάλασσα και από την άλλη η σύμπραξη των μπάρμπεκιου με τα home cinema, πλανεύουν τους παραθεριστές και θαμπώνουν τη λάμψη των κινηματογραφικών αστεριών. Μόνο ο «Τιτανικός» είχε κοντέψει να βουλιάξει το μικρό σινεμά. Εκείνα τα δύο βράδια δεν υπήρχε ελεύθερο κάθισμα. Η δυστυχία των χιλιάδων επιβατών του ιστορικού κρουαζιερόπλοιου μετατράπηκε δια της κινηματογραφικής μαγείας σε ανέλπιστη χαρά για το ζευγάρι των ιδιοκτητών.

    Αρχικά το σινεμά ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μας, μέσα σε ένα μεγάλο χωράφι. Σινέ «Πανόραμα» το όνομά του, από την ονομασία της περιοχής. Κάθε χρόνο, το ζευγάρι φρεσκάριζε τους εξωτερικούς τοίχους με κίτρινη μπογιά και έβαφε ξανά τα γράμματα. Κόκκινο το Π, πράσινο το Α, πάλι κόκκινο το Ν και το ίδιο εναλλάξ μέχρι το τελευταίο Α. Πρασινοκόκκινο πανόραμα. «Με της καλλίτερες ταινίες» υποσχόταν στον θεατή η ανορθόγραφη επιγραφή στην εξωτερική είσοδο.

    Στην αρχή του περσινού καλοκαιριού, προσέξαμε ότι ο κινηματογράφος δεν είχε υποβληθεί στο ετήσιο λίφτιγκ του. Οι τοίχοι ήταν άβαφοι. Τα περισσότερα γράμματα έλειπαν. Συγκεκριμένα, έλειπε το …ΟΡΑΜΑ. Και πού υπάρχει πια όραμα, θα σκεφτόταν κανείς. Είχε μείνει στη θέση του το ΠΑΝ… Τρελοί συνειρμοί περνούσαν από το διεστραμμένο μυαλό μου. Θες οι ιδιοκτήτες, απογοητευμένοι από τη μιζέρια των προηγούμενων ετών, να το μετατρέψουν σε τσοντάδικο, επικαλούμενοι για βοήθεια τον θεό Πάνα;

    Το μυστήριο δεν άργησε να λυθεί. Ο ιδιοκτήτης του χωραφιού είχε ζητήσει μεγαλύτερο ενοίκιο από το ζευγάρι. Αναγκάστηκαν λοιπόν να μεταφέρουν το σινεμά σε άλλο χώρο. Έστησαν από την αρχή το σινεμαδάκι. Κράτησαν το …ΟΡΑΜΑ, πρασινοκόκκινο όπως παλιά. Φύτεψαν κόκκινα γεράνια που γίνονται γρήγορα και είναι ανθεκτικά. Άλλαξαν ταπετσαρίες στις καρέκλες. Και νάτο το «ΟΡΑΜΑ», όρθιο και ζωντανό πάλι, σε πιο πολυσύχναστη περιοχή. Στον κεντρικό παραλιακό δρόμο τοποθετήθηκε η επιγραφή «Με της καλλίτερες ταινίες» για να δείχνει τη στροφή που πρέπει να ακολουθήσει ο υποψήφιος θεατής.

    Πηγαίνουμε συχνά, πότε μόνοι μας και πότε με τα κορίτσια. Μερικές φορές η γυναίκα στο ταμείο δεν μας παίρνει εισιτήριο για την Άννα. Μας κάνει εντύπωση, γιατί είναι φανερό ότι πάλι με το ζόρι βγάζει ο κινηματογράφος τα έξοδά του. Ξαναβλέπουμε τις ταινίες του χειμώνα που μας άρεσαν και αυτές που χάσαμε.

    Βλέπουμε και άλλες ταινίες που δεν θα επιλέγαμε ποτέ να δούμε στην Αθήνα. Πιο πολύ για την αίσθηση της μεγάλης οθόνης μέσα στην καλοκαιρινή νύχτα και για την εγκάρδια «καλησπέρα» της ηλικιωμένης γυναίκας στο ταμείο. Και για την παγωμένη μπίρα. Και για τα απαγορευμένα πατατάκια με ρίγανη. Σε κάτι τέτοιες ταινίες συνηθίζω να χάνομαι στις σκέψεις μου. Μένουν σαν υπόκρουση οι διάλογοι των ηθοποιών στο πανί. Εικόνα γίνεται η νύχτα με ηθοποιούς τα χιλιάδες αστέρια και guest stars τα νυχτερινά αεροπλάνα.

   Έτσι περνούν τα καλοκαιρινά βράδια. Με γεράνια αντί γι’ αγιόκλημα. Με μάγισσες, ιππότες, χορεύτριες, πολεμιστές και πρόσφατα με βρικόλακες και λυκανθρώπους, όπως προστάζει η κινηματογραφική και εκδοτική μόδα. Βράδια που δεν θα ξαναρθούν, αλλά που φεύγουν όμορφα, για να δώσουν τη θέση τους στην επόμενη καυτή και πολυάσχολη μέρα.