Σελίδες

31.5.10

Οι δώδεκα λίρες

     
       Όταν με κοροϊδεύουν γίνομαι Τούρκος. Και μάλιστα όταν αυτό γίνεται μπροστά σε άλλους. Και κατάμουτρα. Ακούς εκεί να πει ότι δεν είχε άλλη λίρα! Ήταν, λέει, μόνο δώδεκα κι εγώ ήμουν ο δέκατος τρίτος. Μα πώς κάνεις την αρίθμηση, κυρία μου; Αλφαβητικά, έπρεπε να είμαι πρώτος. Με λένε Αργύρη. Με σειρά ηλικίας πάλι πρώτος, αφού είμαι ο μεγαλύτερος από όλα τα εγγόνια. Πώς στο καλό βγήκα δέκατος τρίτος; Όχι, κλήρωση-που θα ήταν το πιο δίκαιο-δεν έκανε, μου το είπε.

     Και από την άλλη, ποιο από τα εγγόνια της την έχει όπως εγώ; Τι θέλει η γιαγιά; Βόλτα για παγωτό; Να ο Αργύρης με το Κόρσα από κάτω, έτοιμος. Φάρμακα στο βιβλιάριο; Τρέχα, Αργύρη, στήσου στην ουρά του ΙΚΑ. Χάλασε η τηλεόραση της γιαγιάς; Ψάχνει ο Αργύρης για μάστορα. Ούτε κόκκινη γραμμή βοήθειας να ήμουν.

      Δηλαδή τι παραπάνω έχουν οι άλλοι; Οι δίδυμες ούτε πατάνε στο σπίτι της. Δεν έχουν χρόνο από τα διαβάσματα, λένε. Είναι που η γιαγιά δεν κάνει μπαρότσαρκες (μόνο αυτό δεν μου έχει ζητήσει ακόμα). Γιατί αν έκανε, όλο και κάπου θα τις τράκαρε. Μα στο Bios, μα στο Loft. Ο Γιάννης και η Στέλλα; Σπουδάζουν έξω. Μα και στις γιορτές που έρχονται, ούτε που τους βλέπει. Εδώ δεν βλέπει ούτε τους γονείς τους. Να μη μιλήσω για τη Μαρίνα και τη Βίκυ. Πού να τους αφήσει χρόνο το γκομενιλίκι να κοιτάξουν και κανένα συγγενή! Και οι υπόλοιποι μία από τα ίδια…

      Ο Αργύρης όμως πάντα εκεί. Και στις εκλογές κάθε φορά να την πάω να ψηφίσει, μη χαθεί η ψήφος της. Λες και θα βγει ποτέ το ΚΚΕ… «Για τον παππού σου που έκανε στη Μακρόνησο πάω, παιδί μου». Ναι, αλλά εγώ την πληρώνω την εξορία, βρε γιαγιά, που με εξορίζεις κάθε φορά από την παρέα. Όλοι μαζεύονται στην πλατεία με φραπεδιές κι εγώ κουβαλάω την ψηφοφόρο του κόμματος. Θα γραφτώ σε καμιά ΚΟΒΑ στο τέλος, να μην πηγαίνει χαμένη τόση ενεργός συμμετοχή.

     Και στο κάτω-κάτω, πάντα μου έλεγες ότι ήμουν ο αγαπημένος σου. Ότι κάθε βράδυ πριν κοιμηθείς, φιλάς τη φωτογραφία μου. Λόγια μόνο.

     Ήρθα κι εγώ στα γενέθλια. Με τα γλυκά μου. Με τα λουλούδια μου. Οι άλλοι ούτε που θυμήθηκαν ότι γίνεσαι ενενήντα χρονών. Ήρθαν με τα χέρια κρεμασμένα. Περίεργοι να δουν τι τους θέλει η γιαγιά. Καταβρόχθισαν την τούρτα που είχα φέρει εγώ. Ήπιαν τα ποτάκια τους. Και έφυγαν με τις λιρίτσες τους. Χρυσές αγγλικές παλαιάς κοπής. Καθεμιά σε ένα μπλε βελούδινο κουτάκι. Δώδεκα. Είχα μείνει εγώ τελευταίος. Περίμενα τη δική μου. Δεν έβλεπα, βέβαια, άλλο κουτάκι. Μόνο έναν μικρό άσπρο φάκελο.

      Αργύρη μου, δεν είχα άλλη λίρα. Ήταν δώδεκα όλες κι όλες. Γι’ αυτό σου πήρα μια δωδεκάδα λαχεία. Όσες οι λίρες των άλλων. Καλότυχα να είναι.

     Έμεινα σύξυλος. Συγκρατήθηκα. Είμαι από τη φύση μου έτσι. Ένιωσα όμως τελείως μαλάκας. Έβαλα τον φάκελο στην τσέπη. Λαχείο... Δεν μου έδινε τουλάχιστον τα χρήματα να πάρω κανένα ρούχο; Όσο να’ ναι, ένα πουκαμισάκι Tommy θα το χτύπαγα. Εκείνο το γαλάζιο που μου έδειχνε η Φανή προχτές.

      Δε βαριέσαι, Αργύρη, λέω πάλι. Κάθομαι και συνερίζομαι μια γριά. Πόσο άραγε θα την έχω ακόμα; Εγώ να είμαι καλά και η Φανή μου. Ας πάει στο καλό και το παλιολαχείο. Ή μάλλον… Ας ρίξω μια ματιά, πριν το πετάξω. Δεν ξέρεις καμιά φορά. Πού το έχει η εφημερίδα, για να δω…. Α, εδώ είναι. Κλήρωση Λαϊκού Λαχείου. Ο αριθμός Κ3467892312………………………… Κ..3..46..78..92…12….. Κ…346….789…..2312….. Κ… Κ….. Κ….3…. Κ…346…. Κ…Κ…. Κ…34…67…89!!;;…23…12………Κ…!;;.Κ……Κ….Κ………;;;;;!!!!……….

29.5.10

Αργύρης Χιόνης: Το σεντούκι

     Δεν υπάρχει υπόγειο χωρίς σεντούκι και σεντούκι χωρίς γράμματα, χωρίς φωτογραφίες κι άλλα μικροπράγματα που έπιαναν τάχα πολύ χώρο μες στο σπίτι και αποθηκεύτηκαν εκεί. Αυτό δεν είν' αλήθεια. Η αλήθεια είναι πως στην ψυχή μας έπιαναν χώρο πολύ και η ψυχή μας δεν το άντεχε. Όσο περνά, ωστόσο, ο καιρός κι αδυνατίζει η μνήμη, κι η λησμονιά σαν λάδι απλώνεται και μαλακώνει τις πληγές του παρελθόντος, τόσο και πιο συχνά η νοσταλγία με ωθεί ν' ανοίγω το σεντούκι και ν' ανασύρω από κει κάποια απ' αυτά τα λείψανα που, όμως, δεν είναι λείψανα ακριβώς, γιατί, μόλις βρεθούν στο φως, σαν ν' ανασαίνουν πάλι, σαν να ζωντανεύουν, σαν ν' ανοίγουνε παλιές πληγές, και πανικόβλητος τα ξανακλείνω στο σεντούκι. Αυτό, ωστόσο, το παιχνίδι, παιχνίδι ηδονής κι οδύνης, ποτέ δεν σταματά, κι αδιάκοπα ανοιγοκλείνω το σεντούκι, αδιάκοπα ανοιγοκλείνω τις πληγές μου.

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ
"Στο υπόγειο"

27.5.10

Νυχτερινό

(φωτ. Andre Kertesz)

Ανέμελα βήματα τυραννάνε τα σοκάκια
ανάμεσα από απλωμένες μπουγάδες
και ταγγισμένες ανάσες.


Σούρουπο σκεπάζει τα βλέμματα.
Θολή η παρουσία σου
απευθύνει λόγο
στις απούσες μου στιγμές.


Η παλιά πόλη κουμπώνει τα σπίτια
μην το σκάσουν αμίλητες οι ζωές των ανθρώπων.
Πόσο άραγε ακόμα θέλει να ξημερώσει;
Πόση ζωή διεκδικεί η νύχτα;

23.5.10

Η Αφροδίτη του τελευταίου θρανίου

(φωτ. Bill Brandt)
    Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι για τους οποίους η ζωή ξεκινά με ανορθόδοξο, άδικο τρόπο. Με άλλο σενάριο και άλλους χαρακτήρες από τους συνηθισμένους. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η Αφροδίτη.

    Την γνωρίσαμε στην πρώτη γυμνασίου. Πέρασε κι εκείνη όπως όλοι μας τις κατατακτήριες εξετάσεις σε ένα από τα καλά πρότυπα σχολεία. Στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, ο παππούς της, ένας ηλικιωμένος ξερακιανός άνδρας με μαύρο παλιομοδίτικο κοστούμι, φάνταζε αξιοπερίεργος μέσα στο πολύχρωμο πλήθος των σαραντάρηδων γονιών που είχαν σπεύσει να πληροφορηθούν την ετυμηγορία για το μέλλον των τέκνων τους.

    Η Αφροδίτη ήταν ορφανή. Και οι δύο γονείς της είχαν σκοτωθεί σε ατύχημα, όταν εκείνη ήταν τεσσάρων χρονών. Τη μεγάλωναν ο παππούς και η γιαγιά της. Με πολλή αγάπη. Με τα λόγια τα δικά τους όμως. Και με τα χρώματα τα δικά τους επίσης.

   Η Αφροδίτη ήταν άσχημη. Τουλάχιστον έτσι την είχαμε καταχωρήσει όλοι στο σχολείο. Μικροί και μεγάλοι. Μαθητές και καθηγητές. Είχε ένα μονοκόμματο χοντρό σώμα που θύμιζε τα γρανιτένια αιγυπτιακά αγάλματα. Μαλλιά ίσια καστανά μέχρι τους ώμους, συνήθως λαδωμένα, με ένα τσιμπιδάκι μπροστά για να μην της πέφτουν στα μάτια. Δεν τη θυμάμαι ποτέ, και στα έξι χρόνια του σχολείου, χωρίς σιδεράκια στα δόντια. Αυτό που μας προκαλούσε αηδία δεν ήταν τα σιδεράκια, αλλά τα υπολείμματα από τυρόπιτα ή κουλούρι που ήταν κολλημένα πάνω τους και που αποκαλύπτονταν κάθε φορά που άνοιγε το στόμα της να μιλήσει ή να γελάσει. Φορούσε πάντα τζιν και αθλητικά παπούτσια. Το ίδιο κι εμείς. Τα δικά μας όμως ήταν μοντέρνα και επώνυμα. Διαλεγμένα μετά από ατέλειωτες βόλτες και αμέτρητες πρόβες στα καταστήματα. Τα δικά της ήταν διαλεγμένα χωρίς ιδιαίτερη έγνια. Έτσι απλώς για να την ντύσουν.

   Η Αφροδίτη ήταν βρώμικη. Εκτός από τα μονίμως άλουστα, λαδωμένα μαλλιά της, ανέδιδε μυρωδιά νοτισμένου ιδρώτα και απλυσιάς. Δεν άλλαζε ποτέ ρούχα. Το μοναδικό της τζιν πρέπει να πλενόταν το Σαββατοκύριακο, όπως μάλλον και η ίδια. Από τη Δευτέρα το φορούσε πάλι όλη την εβδομάδα. Τα σκουρόχρωμα πουλόβερ της ήταν γεμάτα με πιτυρίδα. Η αναπνοή της μύριζε δυσάρεστα. Μπορεί να έφταιγαν και τα αποφάγια που κολλούσαν στα σιδεράκια.

   Η Αφροδίτη ήταν μόνη. Κανείς δεν ήθελε να την έχει φίλη. Σα να κουβάλαγε κάποια ανίατη, μολυσματική ασθένεια, που μας ανάγκαζε όλους να αποφεύγουμε οποιαδήποτε στενή επαφή μαζί της. Καθόταν όλα τα χρόνια μόνη της στο τελευταίο θρανίο της σειράς των κοριτσιών. Η χειρότερη τιμωρία που μπορούσε να δώσει ένας καθηγητής ήταν να βάλει κάποιον να κάτσει με την Αφροδίτη.

   Στα διαλείμματα τριγυρνούσε μόνη της. Στεκόταν μπροστά στις κολόνες του σχολείου και χτυπούσε τις τεντωμένες της παλάμες επάνω τους. Έλεγε πως μάθαινε καράτε. Έκανε διάφορες περίεργες κινήσεις με τα χοντρά της πόδια. Μερικές φορές προκαλούσε αγόρια, ακόμα και από μεγαλύτερες τάξεις, να παλέψουν μαζί της. Οι υπόλοιπες φυσιολογικές συμμαθήτριες κάναμε βόλτες αγκαζέ στο προαύλιο κρυφοκοιτάζοντας τους ωραίους του σχολείου. Πάντα όμως ρίχναμε ματιές στο μοναχικό παιγνίδι της Αφροδίτης με τα ντουβάρια.

   Η Αφροδίτη ήταν περίεργη. Έλεγε ότι ο μαυροντυμένος ξερακιανός παππούς της ήταν στα νιάτα του κομάντο. Κάποια φορά σε ένα μάθημα, αντί για την εργασία που μας είχε ζητήσει ο καθηγητής, έδωσε μια λευκή άγραφη κόλλα. Ο καθηγητής απόρησε και τη ρώτησε γιατί δεν έκανε την εργασία. Η Αφροδίτη του είπε ότι είναι γραμμένη με κρεμμυδόζουμο και πρέπει να τη βάλει κάτω από μια λάμπα για να εμφανιστούν τα γράμματα. Ήταν μια συνταγή των κομάντος για να προστατεύουν μυστικά έγγραφα από τα μάτια του εχθρού. Δεν μάθαμε ποτέ από τον καθηγητή-εχθρό αν έκανε την αποκρυπτογράφηση του γραπτού κάτω από το πορτατίφ του γραφείου του.

   Η Αφροδίτη ήταν άσχετη. Δεν άκουγε ροκ. Δεν ήξερε τον Τζιμ Μόρισον, μα ούτε και αυτούς τους Ντουράν-Ντουράν. Δεν διάβαζε Έριχ Φρομ. Δεν δάκρυζε βλέποντας Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας. Δεν ήταν ερωτευμένη με κανέναν από τους ωραίους του σχολείου, έστω και χωρίς ανταπόκριση. Δεν ερχόταν στους σχολικούς χορούς. Ούτε, βέβαια, ήταν ποτέ καλεσμένη σε κανένα πάρτι.

   Η Αφροδίτη ήταν πολυσυζητημένη. Από όλους, μαθητές και καθηγητές, σε όλα τα τμήματα, αλλά και σε άλλες τάξεις. Τι είπε, τι έκανε. Μας έτρωγε η περιέργεια να δούμε τι κουβαλούσε στη βαριά δερμάτινη τσάντα της, που θύμιζε επαγγελματική τσάντα ηλικιωμένου δικηγόρου. Καμιά σχέση με τα δικά μας πολύχρωμα σακίδια, φορτωμένα με κονκάρδες συγκροτημάτων. Η ίδια έλεγε ότι είχε μαζί της την ιστορία των αλόγων.

    Συνειδητοποιώ τώρα πια ότι, κατά έναν περίεργο τρόπο, η Αφροδίτη ήταν απαραίτητη σε όλους μας. Μας έκανε να νιώθουμε όμορφοι και αγαπητοί. Ακόμα και οι λιγότερο δημοφιλείς συμμαθήτριές μας ένιωθαν πριγκίπισσες. Είναι πάντα το σημείο αναφοράς που καθορίζει το αποτέλεσμα της σύγκρισης. Και η Αφροδίτη ως σημείο αναφοράς μας βόλευε όλους.

   Χαθήκαμε μετά το σχολείο. Όχι μόνο με την Αφροδίτη, αλλά και με όλους τους άλλους. Βρισκόμαστε αραιά και πού σε συγκεντρώσεις των παλιών συμμαθητών. Όχι όμως η Αφροδίτη. Κανείς δεν έμαθε ποτέ νέα της. Αν παντρεύτηκε, αν δουλεύει, πώς είναι. Κανείς δεν έχει ακούσει το παραμικρό. Σα να εξαφανίστηκε μετά το σχολείο, σβήνοντας επιμελώς όλα τα ίχνη της. Ίσως από λύπη. Αλλά και από φόβο. Μην την ανακαλύψουμε ποτέ ξανά.

19.5.10

Fairytale και άλλες ξένες επιτυχίες


      Με μαύρη διάθεση οδηγούσε το μαύρο του αυτοκίνητο. Σχεδόν άσπρο, βέβαια, εδώ και μέρες, από τη σκόνη της ερήμου που είχε κάνει πάλι τη βόλτα της στα μέρη του.

 Πανάθεμά σε, Χρηστάκη, εσένα και τα δίκτυά σου, σκεφτόταν καθώς άλλαζε ταχύτητα.

     Σήμερα, ούτε η μουσική δεν μπορούσε να ελαφρύνει τη διάθεσή του. Άνοιξε το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και ψαχούλεψε τη θήκη με τα σι-ντι. Πλατύραχος, Πετσάλης: τα καινούρια του λάφυρα. Κατευθείαν από τον ιστό. Και άλλα πολλά. Μπαχ, Σοπέν, Σοστακόβιτς, αλλά και Φίλιπ Γκλας. Και Ντύλαν. Την έψαχνε τη μουσική από μικρός. Και αυτή του φανερωνόταν.

     Με τα δάκτυλά του έσπρωξε το σι-ντι απαλά, σχεδόν στοργικά, στη σχισμή του στερεοφωνικού. Η βροχερή μουσική του Νίκου Πλατύραχου πλημμύρισε το σαλόνι του αυτοκινήτου. Ταιριαστή με την κατήφεια της ημέρας και τον συννεφιασμένο, σχεδόν φθινοπωρινό καιρό. Όμως ήταν άνοιξη. Εδώ και μία εβδομάδα είχε αλλάξει τον ήχο του κινητού του. Να ταιριάζει με την εποχή.
     Το κινητό άρχισε να καλεί.  Η Άνοιξη του Βιβάλντι εισέβαλε απότομα, δίνοντάς του με δικαιολογημένη αλαζονεία το παράγγελμα να χαμηλώσει την άλλη μουσική.

    «Ναι;»

    «……..»

     «Ωραία, λοιπόν. Μάλλον καλά φαίνονται τα πράγματα….», απάντησε αναστενάζοντας με ανακούφιση. Δεν ήταν τα πάντα, μα οπωσδήποτε ήταν κάτι. Μια αισιόδοξη διάθεση τον κυρίευσε.

    Το φανάρι έγινε κόκκινο. Και ήταν αυτό που αργούσε πολύ. Πάλι θα καθυστερούσε στο γραφείο. Σκέφτηκε ότι δεν τον ένοιαζε και πολύ. Είδε από μακριά τον νεαρό να πλησιάζει. Μάλλον Πακιστανός, καμιά εικοσαριά χρονών. Κρατούσε έναν υαλοκαθαριστήρα και ένα μπουκαλάκι με νερό που άφριζε. Μόλις έφτασε κοντά στο τζάμι του, σήκωσε παρακλητικά τον υαλοκαθαριστήρα. Εκείνος δεν έγνεψε ούτε αρνητικά ούτε καταφατικά. Ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Για πρώτη φορά όμως ήταν χαρούμενος. Δεν σκέφτηκε ούτε να σηκώσει τα τζάμια, όπως έκανε συνήθως, ούτε να προχωρήσει σιγά-σιγά το αυτοκίνητο. Ο Πακιστανός το πήρε ως κατάφαση και άρχισε να καθαρίζει το παρμπρίζ. Νερό, σαπουνάδα, θολούρα και στο τέλος ο Πακιστανός να τον κοιτάζει μέσα από το διάφανο κρύσταλλο του παρμπρίζ. Ένα κατάλευκο χαμόγελο ήταν χαραγμένο απ' άκρη σ' άκρη στο μελαψό πρόσωπό του.

    Λευκό χαμόγελο σε μαύρο φόντο, θυμήθηκε ένα βιβλίο που είχε διαβάσει παλιότερα.

    Ψαχούλεψε τις τσέπες του. Ήξερε από πριν ότι δεν θα έβρισκε τίποτα. Δεν άφηνε ποτέ κέρματα χύμα. Γενικά, δεν άφηνε τίποτα χύμα στη ζωή του. Όλα τα προγραμμάτιζε και τα τακτοποιούσε. Σκέφτηκε να βγει και να πάρει από το πορτ-μπαγκάζ την τσάντα με το πορτοφόλι του. Μπορεί όμως να άνοιγε το φανάρι.

   Να πάρει. Κάτι πρέπει να του δώσω, σκέφτηκε.

   Πήρε τη θήκη με τα σι-ντι στα χέρια του.

   Να του χαρίσω ένα σι-ντι.

   Όμως ποιο; Θα άκουγε ο Πακιστανός τις Καντάτες του Μπαχ ή τα Νυχτερινά του Σοπέν; Χλωμό, που θα’λεγε κι η κόρη του. Νάτο. Το βρήκε. Ένα σι-ντι με ξένες επιτυχίες. Πρώτο το Παραμύθι με τον νεαρό Νορβηγό βιολιστή που κέρδισε στη Γιουροβίζιον. Το αγαπημένο τραγούδι της κόρης του. Έβαλε το σι-ντι σε μια ζελατίνα και το έδωσε στον Πακιστανό.

   «Ελληνικά;» ρώτησε ο νεαρός.

   «Όχι. Ξένα. Επιτυχίες».

    Ο Πακιστανός έβαλε το μπουκάλι παραμάσχαλα και ακούμπησε την ελεύθερη παλάμη του στο μέρος της καρδιάς. Το λευκό χαμόγελο κολλημένο στα σκούρα καστανά χείλη.

    Μα πώς στο καλό έχουν τέτοια κατάλευκα δόντια χωρίς καμιά ιδιαίτερη φροντίδα; σκέφτηκε και χαμογέλασε ασυναίσθητα.

    Το φανάρι άναψε πράσινο. Κορναρίσματα ακούστηκαν. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε. Η μουσική του Πλατύραχου άρχισε να ξεμακραίνει. Ο Πακιστανός τίναξε τον υαλοκαθαριστήρα και έβαλε στην τσέπη του πουκαμίσου του το σι-ντι.

16.5.10

Τα απομεινάρια μιας μέρας

        Πάντα με αναστάτωναν οι επόμενες μέρες. Ανεξάρτητα από αυτό που έχει προηγηθεί, καλό ή κακό, τα απομεινάρια μιας μέρας περιέχουν ίσες δόσεις ημικρανίας, φασίνας, θανάτου και χαλάρωσης. Η χαλάρωση είναι επιθυμητή. Αρκεί να μην καταντά να γίνει τεμπελιά, όπως συχνά συμβαίνει σε μένα. Από τα άλλα τρία συστατικά, το πιο ενοχλητικό δεν είναι η ημικρανία. Αυτή αντιμετωπίζεται συνήθως εύκολα με τα θαυματουργά καραμελάκια παρακεταμόλης, μεφεναμικού ή άλλων πιο εξωτικών ουσιών. Δεν είναι ούτε η ιδέα του θανάτου, με τη μελαγχολία ότι κάτι σημαντικό τελείωσε και έφυγε μακριά. Η φασίνα είναι η πιο επώδυνη διαδικασία της επόμενης μέρας, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Γιατί δεν υπάρχει μόνο η κυριολεκτική φασίνα με σκούπες και ξεσκονόπανα, στην οποία πρέπει να συμμαζευτεί το σκηνικό στάβλου που ακολουθεί σημαντικά γεγονότα. Είναι μεταφορικά και η φασίνα του εαυτού, όταν μαζεύεις κομμάτια ψυχής και σώματος, προσπαθώντας να συναρμολογήσεις την ύπαρξή σου μετά από κάποιο κομβικό γεγονός. Με τρομάζουν και τα δύο είδη φασίνας, γι’ αυτό και δεν μου αρέσουν οι επόμενες μέρες.

       Η σημερινή είναι μια τέτοια επόμενη μέρα. Επόμενη μετά από κάτι ευχάριστο: ένα οικογενειακό δείπνο. Μια από αυτές τις συγκεντρώσεις, για τις οποίες ακόμα κι αν δεν έχει οριστεί η ακριβής ημερομηνία, ξέρεις πάντα πως σε περιμένουν σε κάποια γωνιά έτοιμες να προκύψουν. Ξέρεις ακόμα ότι πρέπει από καιρό σε καιρό να τις ανταποδώσεις κι εσύ, αν δεν θέλεις να χαρακτηριστείς ανοικοκύρευτος, ακοινώνητος ή σνομπ.

     Χθες ήταν τα γενέθλιά μου. Μετά από αρκετά χρόνια, είπα κι εγώ να καλέσω στο σπίτι τους κοντινούς συγγενείς. Μια και μέχρι τώρα δεν έχω παντρευτεί, δεν υπάρχουν πολλές άλλες ευκαιρίες όπως γενέθλια παιδιών, επέτειος γάμου ή άλλα τέτοια συγκινητικά, για να δικαιολογήσουν τη συνάθροιση της ευρύτερης οικογένειας στο τριάρι όπου κατοικώ. Η ονομαστική εορτή είναι μια πονεμένη ιστορία. Με το όνομα Φεβρωνία, που μου έδωσε η νονά μου μετά από γόνιμη συνεργασία με τους γονείς μου-εξίσου ασυνήθιστο με το παράξενο όνομα Ραμάνθυς Ερέβους που διάβαζα σε ένα βιβλίο-δεν μπορώ να απαιτήσω από συγγενείς και φίλους να με θυμούνται στη γιορτή μου. Για να πω την αλήθεια, αν μπορούσα, θα το ξεχνούσα κι εγώ και θα υιοθετούσα δια παντός το Φοίβη, που χρησιμοποιώ στην ανεπίσημη καθημερινότητά μου.

       Τα τεσσαρακοστά γενέθλια είναι οπωσδήποτε ένα κομβικό γεγονός. Σύμφωνα με τις διεθνείς στατιστικές, αφορίζουν περίπου τη μέση της ζωής μιας σύγχρονης γυναίκας. Έτσι πρέπει να το είδαν και οι προσκεκλημένοι θείοι, θείες και εξαδέλφια που κατέφθασαν χθες βράδυ ολάνθιστοι με γλάστρες, ανθοδέσμες και λουλουδάτα φορέματα. Μαζεύτηκαν είκοσι άτομα. Το μικρό μου καθιστικό έμοιαζε με αίθουσα αναμονής υπουργείου. Όσοι είχαν προλάβει να καθίσουν στους δυο καναπέδες, τον μικρό και τον μεγάλο, δεν τολμούσαν να σηκωθούν, μην τυχόν και χάσουν τη θέση τους. Οι υπόλοιποι πηγαινοέρχονταν πέρα-δώθε στα εξήντα τετραγωνικά συζητώντας περί ανέμων και υδάτων.

      Το φαγητό ήταν παραγγελία από την ταβέρνα του Νικήτα. Δοκιμασμένο και αποδεδειγμένα καλό. Εγώ είχα φτιάξει μόνο τις σαλάτες. Κρασί έφερε μπόλικο ο θείος Μάνθος από το κτήμα του στα Μεσόγεια. Η ατμόσφαιρα αρχικά ήταν χλιαρή. Οι θείες έκαναν αναγνωριστικές ερωτήσεις μεταξύ τους, λες και συναντιούνταν για πρώτη φορά, ενώ οι θείοι ανακάτευαν τα ράφια με τα ποτά και τους δίσκους. Δεν ξέρω τι μπορεί να έψαχναν. Έχω μεγάλη συλλογή και από τα δύο είδη, αλλά όχι από αυτά που πιθανολογώ ότι τους αρέσουν. Γρήγορα όμως το κέφι έγινε μεγαλύτερο και άρχισαν τα πειράγματα και τα αστεία. Βοήθησε σίγουρα και το κρασί του θείου Μάνθου. Μετά το φαγητό και το γλυκό, η παρέα βάρυνε και τα γέλια λιγόστεψαν. Έμεινε η μουσική, ένα σι-ντί με αρχοντορεμπέτικα που έφερνε πάντα μαζί του ο θείος Γιάννης, να ντύνει μελωδικά την οικογενειακή λειτουργία της πέψης.

      Δεν έσβησα κεράκια. Το θεώρησα μεγάλη δοκιμασία να προσπαθήσω να αφανίσω σαράντα φλογίτσες με το ένα και μοναδικό φύσημα που δικαιούνταν τα μισοχαλασμένα από τον καπνό πνευμόνια μου. Γύρω στις δώδεκα, η γιορτή είχε πρακτικά τελειώσει και μέχρι τις δωδεκάμισι, είχαν φύγει και οι τελευταίοι καλεσμένοι. Δεν μάζεψα τίποτα το βράδυ. Έπεσα κατευθείαν στο κρεβάτι, για να συγκεντρώσω δυνάμεις για την επόμενη μέρα.

     Σήμερα ξύπνησα νωρίς με το πρώτο συστατικό της επόμενης μέρας, την ημικρανία. Κατάπια μηχανικά ένα πονστάν και έριξα μια πανοραμική ματιά, τέτοια που θα ζήλευε και η Nelly, στο ανάστατο σπίτι. Το δεύτερο συστατικό της επόμενης μέρας, η φασίνα, μόλις άρχιζε.

      Είμαι σίγουρη ότι και να μην είχα παρευρεθεί στο τραπέζι, την επόμενη μέρα θα καταλάβαινα ποιος είχε έρθει και πού είχε καθίσει. Δεν ήταν λόγου χάρη δύσκολο να μαντέψω από τα στριφτά αποτσίγαρα στο τασάκι, ότι στην άκρη του μεγάλου καναπέ καθόταν ο εξάδελφός μου ο Πάνος. Μανιώδης καπνιστής και αμετανόητος ροκάς, παρόλο που είχε προ πολλού πατήσει τα πενήντα. Κυκλοφορούσε με τσόπερ μηχανή, μπότες με σπιρούνια, δερμάτινο μπουφάν και ξεβαμμένο τζιν. Άλλες φορές στα οικογενειακά τραπέζια συνοδευόταν κάθε φορά και από διαφορετική κοπέλα, τουλάχιστον κατά μία εικοσαετία νεότερη, προκαλώντας τα σχόλια της οικογένειας που τον είχε κατατάξει στα άσωτα στελέχη της. Στην ίδια βέβαια κατηγορία ανήκα κι εγώ, αφού στα σαράντα ξεσκόνιζα ακόμα το ράφι μου. Από την κατηγορία αυτή είχε οριακά ξεφύγει η Ασημίνα, η αδελφή του Πάνου. Παντρεύτηκε έναν χήρο, είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της. Μετά από δύο χρόνια αναγκαστικής συνύπαρξης, ο πρώην χήρος απεβίωσε μεταβιβάζοντάς της τον τίτλο, αφού όμως πρόλαβε να την γλιτώσει από τον απείρως βαρύτερο τίτλο της γεροντοκόρης. Μάζεψα το ποτήρι με τα ίχνη από το κραγιόν της Ασημίνας. Κολλημένο δίπλα στο τασάκι του Πάνου, όπως κολλημένοι ήταν πάντα οι δυο τους, παρά τις φαινομενικά μεγάλες διαφορές τους.

      Η Αλεξάνδρα και ο εξάδελφός μου ο Πέτρος με τα παιδιά τους είχαν πιάσει μόνοι τους τον μικρό καναπέ. Αυτό θα μπορούσε κανείς εύκολα και να το συμπεράνει από τα χιλιοτριμμένα τσιπς που είχαν επενδύσει με σχεδόν ιμπρεσιονιστικό ύφος τις πτυχές του καναπέ. Όλη η οικογένεια μασούλαγε τσιπς. Όχι μόνο στα τραπέζια, αλλά και στο σπίτι τους. Και έξω. Στο σινεμά, στο θέατρο, στη στάση του λεωφορείου. Κατά διαβολική σύμπτωση, το επώνυμο της Αλεξάνδρας ήταν Τσακίρη. Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε, αν η οικογενειακή αυτή τρέλα για τα τσιπς πήγαζε από τη θέα του επώνυμου της μητέρας στις πολύχρωμες συσκευασίες που γέμιζαν τα ντουλάπια της κουζίνας. Κάτι σαν καταξίωση που δεν φαινόταν πιθανό να έρθει με άλλο τρόπο.

      Ο θείος Γιάννης είχε πάλι ανακατέψει τη δισκοθήκη μου και είχε φτιάξει στοίβες από σι-ντι στο τραπέζι. Τον αγαπούσα πολύ και ήταν ίσως ο μόνος από την οικογένεια με τον οποίο είχα να πω κάτι παραπάνω από τα συνηθισμένα τυπικά. Συχνά-πυκνά μου έφερνε βιβλία και δίσκους που του άρεσαν για να του πω τη γνώμη μου. Η θεία Βασιλική τον στραβοκοίταζε. Η ίδια διάβαζε μόνο τα γυναικεία περιοδικά στο κομμωτήριο όπου πήγαινε τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. «Η γυναίκα μου ενσαρκώνει άριστα την ηρωίδα της Κατερίνας Γώγου: όμορφη, έξυπνη κι ενημερωμένη στα κοινά», την πείραζε ο θείος Γιάννης. Δεν νομίζω ότι η ίδια γέλασε ποτέ με αυτό το αστείο.



       Εδώ και δύο χρόνια, έλειπε από τις επόμενες μέρες των οικογενειακών τραπεζιών το κατακόκκινο πακέτο Santé του θείου Τάκη. Ο θείος αυτός ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός της μητέρας μου και πρακτικά ο πιο αγαπημένος όλων των μελών της οικογένειας. Συνταξιούχος καπετάνιος, κοσμογυρισμένος. Είχε να διηγηθεί από μια καταπληκτική ιστορία για κάθε περίσταση. Οι διηγήσεις του άρχιζαν συνήθως μετά το φαγητό. Ευωδίαζαν χαρμάνια της Ανατολής, κανέλλα και εξωτικά λουλούδια. Ήταν συνήθως πιπεράτες, γι’ αυτό και όταν εμείς τα παιδιά ήμαστε μικρότερα, μας έστελναν να παίξουμε σε άλλο δωμάτιο. Σε κάποιο ταξίδι του στην Αργεντινή, ο θείος είχε αγαπήσει παθιασμένα μια καλλονή. Ξεμπάρκαρε και έμεινε μαζί με τη Μαρία-Ντολόρες για μερικούς μήνες. Αυτοί οι μήνες αντιπροσώπευαν για το θείο ολόκληρη τη ζωή του. Χώρισαν μετά και ο θείος μπήκε πάλι στο καράβι και έκανε να ξανακατέβει στη στεριά τρία ολόκληρα χρόνια. Αυτός ο θείος ήταν η ψυχή των οικογενειακών συναντήσεων. Στα νιάτα του ήταν πολύ όμορφος άντρας, όπως μπορούσαμε εμείς οι μικρότεροι να δούμε στις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες των οικογενειακών λευκωμάτων. Έφυγε νωρίς από την κακιά αρρώστια στα πνευμόνια, παίρνοντας μαζί του και την ξανθιά κοπέλα του πακέτου, αφού δεν μπορούσε να έχει τη λατρεμένη του Μαρία-Ντολόρες. Παρότι είχαν περάσει κιόλας τρία χρόνια από το θάνατό του, συνέχιζε να είναι ως ει παρών στις οικογενειακές συγκεντρώσεις. Μετά το φαγητό, όλο και κάποιος τον μνημόνευε: «αυτό θα έλεγε ο Τάκης» ή «θυμάστε εκείνη την ιστορία του Τάκη;»

      Η απουσία του θείου Τάκη εξασφάλιζε τη δόση θανάτου στα συστατικά της επόμενης μέρας των οικογενειακών τραπεζιών. Και ήταν βέβαιο ότι για όσα χρόνια θα ζούσαν αυτοί που τον είχαν γνωρίσει, το συστατικό αυτό θα ήταν πάντα μέσα στη συνταγή.

     Μάζεψα και τα τελευταία ποτήρια από το τραπεζάκι του καθιστικού. Τώρα ήταν όλα τακτικά βαλμένα μέσα στο πλυντήριο πιάτων, έτοιμα να πλυθούν και να γυαλιστούν για το επόμενο τραπέζι. Πότε θα ήταν αυτό; Στα πενήντα; Στα εξήντα; Και ποιοι άραγε θα έρχονταν;

    Έβαλα την ταμπλέτα του απορρυπαντικού, έκλεισα την πόρτα του πλυντηρίου και γύρισα το διακόπτη στην ένδειξη της πλύσης στους 65 βαθμούς Κελσίου. Ο υπόκωφος θόρυβος της μηχανής ξεκίνησε. Γύρισα στο καθιστικό και άνοιξα το ραδιόφωνο. Τρίτο σταθερά. Αφιέρωμα στον Μάνο Χατζιδάκι. Ούτε παραγγελία να το είχα κάνει. Πήρα το ΒΗΜΑ της Κυριακής από το τραπέζι και ξάπλωσα κατά μήκος του μεγάλου καναπέ. Ώρα για χαλάρωση, ανακοίνωσα νοερά στον ταλαιπωρημένο από τα τρία άλλα συστατικά εαυτό μου.

    Από τα ηχεία, ο Γιώργος Μαρίνος τραγουδούσε γλυκά, με σχεδόν εφηβική αθωότητα:

     «…Κάθε κήπος έχει μια φωλιά για τα πουλιά…»

    Κοίταξα έξω στο μπαλκόνι. Δεν πάνε μέρες που διαπίστωσα ότι τα χελιδόνια είχαν αρχίσει να φτιάχνουν μια φωλίτσα στη γωνιά που σχημάτιζε το μπαλκόνι με την τέντα. Έλεγα να την χαλάσω. Θα φέρει ανακατωσούρα και βρωμιά. Μήπως όμως καλύτερα να την αφήσω;

15.5.10

Τα σαλιγκάρια δεν βγαίνουν ποτέ κουνημένα



Υγρό πρωινό γενικού νοσοκομείου. Το προαύλιο καθρεφτίζει συγγενείς να καπνίζουν κρεμασμένοι από τα μπαλκόνια. Ο αέρας μυρίζει φαγητό και αντισηπτικό.

Ένα σαλιγκάρι γλείφει την ασήμαντη ύπαρξή του σε διαδρομές χωρίς προορισμό. Αδιάφορο στα ουρλιαχτά των ασθενοφόρων και στις βιαστικές ρόδες των φορείων. Οι κεραίες του ταλαντεύονται σε κάθε κίνηση, μετρώντας την επικράτεια των επειγόντων περιστατικών.

Εντοπίζουν ξαφνικά ρόδες τροχήλατου.

Ο ακρωτηριασμένος άνδρας που το οδηγεί, υπολογίζει με σταγόνες τις βροχές που έρχονται. Σβήνει την καύτρα του τσιγάρου του στο άψυχο νερό. Τελευταία φορά, υπόσχεται στον άπιστο εαυτό του.

Το μικρό σαλιγκάρι πέφτει στη ματιά του. Στρογγυλό σπίτι που κλυδωνίζεται άνισα πάνω στο μαλακό σαρκίο. Η στίλβουσα αθωότητά του δεν αγωνιά για αποτελέσματα εξετάσεων ούτε αδημονεί για ενημέρωση από τους γιατρούς.

Το βλέμμα του άνδρα ακολουθεί το σαλιωμένο ίχνος, καθώς το σαλιγκάρι απομακρύνεται. Από συνήθεια φέρνει το χέρι του στην τσέπη του πουκάμισου. Πιάνει μόνο το πακέτο των τσιγάρων. Η φωτογραφική του μηχανή δεν είναι από καιρό εκεί. Κρίμα, σκέφτεται. Τα σαλιγκάρια δεν βγαίνουν ποτέ κουνημένα.

13.5.10

Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά

(φωτ. Bill Brandt)

     Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά. Την άλλη μισή μόνο λίγοι τυχεροί την έχουν από κούνια. Οι πολλοί πασχίζουν για το πρώτο μισό. Οι πραγματικοί άρχοντες, μάλιστα, δεν το κάνουν μόνοι τους. Προσλαμβάνουν υπηρέτες.
    Στο σπίτι μας, η μέρα της καθαριότητας ήταν πάντα μια μέρα αναστάτωσης. Κάτι σαν εκστρατεία. Άγνωστες γυναίκες εμφανίζονταν. Καθεμιά έκανε τη θητεία της, μικρότερη ή μεγαλύτερη. Αργά ή γρήγορα έπαιρνε το απολυτήριό της. Με την ίδια επίκριση κάθε φορά: "όλη μέρα δεν έκανε τίποτα".
  
    Δεν θα ξεχάσω μία από αυτές τις γυναίκες. Μόλις είχα μπει στο γυμνάσιο. Πρέπει να πρωτοήρθε στο σπίτι κάποιο Σάββατο. Θυμάμαι ότι δεν είχα σχολείο. Μελετούσα στο δωμάτιό μου. Διέκοψα τη μελέτη και πήγα για λίγο σε άλλο δωμάτιο, για να την αφήσω να καθαρίσει το δικό μου.
     Ήταν μικροκαμωμένη και υπερβολικά αδύνατη. Μελαχρινή με προέχοντα ζυγωματικά. Γύρω στα τριανταπέντε. Είχε ένα πολύ λυπημένο βλέμμα. Σαν του ανθρώπου που έχει χάσει κάποιον πρόσφατα. Φορούσε ρούχα αταίριαστα μεταξύ τους και με την ίδια. Και αρκετά φθαρμένα επίσης. Αφού έκανε ό,τι είχε να κάνει στο δωμάτιό μου, βγήκε να συνεχίσει στο διάδρομο. Εγώ ξαναγύρισα στη μελέτη μου. Την παρακολουθούσα όμως κρυφά.

   Μυρωδιά απορρυπαντικού ερχόταν από το διάδρομο. Την άκουγα να ρουφάει τη μύτη της, σα να έκλαιγε βουβά. Το παιδικό μου μυαλό έφτιαχνε ιστορίες, βγαλμένες, λες, από τα μυθιστορήματα που διάβαζα εκείνον τον καιρό. Φανταζόμουν ότι μπορεί να μην είχε να φάει, γι’ αυτό ήταν τόσο αδύνατη. Ότι είχε μικρά παιδιά και κρατούσε το λίγο φαγητό για εκείνα. Ότι έβρισκε ρούχα από δεύτερο και τρίτο χέρι.
     Όσο τα σκεφτόμουν αυτά, τόσο δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ στο διάβασμά μου. Ανησυχούσα ότι ο τρόπος που καθάριζε η γυναίκα το σπίτι δεν θα ικανοποιούσε τη μητέρα μου και δεν θα την κρατούσε για επόμενη φορά. Και τι θα γινόταν τότε εκείνη;

    Οι μαύρες σκέψεις είχαν αποκλείσει κάθε άλλο πιθανό ενδεχόμενο στο μυαλό μου. Δεν μου περνούσε καν από το μυαλό ότι μπορεί η γυναίκα να είχε αλλεργική ρινίτιδα από τα απορρυπαντικά που χρησιμοποιούσε. Ότι τα ρούχα που φορούσε μπορεί να τα είχε μόνο για τη δουλειά, γι’ αυτό ήταν παλιά και αταίριαστα. Ότι μπορεί να ήταν λεπτοκαμωμένη από το σκαρί της και να μην έβαζε κρέας επάνω της, όσο κι αν έτρωγε.

     Άκουγα τη φωνή της μητέρας μου που της έκανε παρατηρήσεις. Ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι δεν θα υπήρχε δεύτερη φορά. Και βγήκα αληθινή. Πρέπει να κοίταξα με σχεδόν δολοφονικό βλέμμα τη μητέρα μου, όταν ανακοίνωσε στο μεσημεριανό τραπέζι ότι θα έβρισκε άλλη καθαρίστρια, αφού η γυναίκα με το λυπημένο βλέμμα «δεν έκανε όλη μέρα τίποτα».

11.5.10

Από μηχανής θεός


     Σταυροδρόμι με πολλή κίνηση έξω από φροντιστήριο ξένων γλωσσών. Νεαρή μαύρη προσπαθεί να παρκάρει ένα παλιό Φιατάκι. Δυσκολεύεται. Το φέρνει μπρος-πίσω χωρίς αποτέλεσμα. Μυρωδιά καυσαέριου. Από πίσω ουρά αυτοκινήτων με πρώτο στη σειρά ένα ταξί. Ο ταξιτζής 'Ελληνας, πενηντάρης. Μουστάκι με ντούγκλα. Από μακριά δεν μπορώ να δω, αλλά υποθέτω χρυσό σταυρό στο δασύτριχο στέρνο. Μαέστρος σε συμφωνία για κόρνα ταξί και ορχήστρα αυτοκινήτων.
    Κάποια στιγμή τραβάει οργισμένος το χειρόφρενο. Βγαίνει από το ταξί. Πράγματι γυαλίζει το σταυρουδάκι μέσα από το μισάνοιχτο πουκάμισο. Πλησιάζει το αυτοκίνητο της κοπέλας.
    "Τι θα γίνει; Θα φύγουμε καμιάν ώρα;" ρωτάει με μάτι που γυαλίζει πιο πολύ κι απ' τον σταυρό.
    "Εγκώ παρκάρω", απαντά εκείνη.
     Ως από μηχανής θεός, εμφανίζεται ένας συνομήλικός της μαύρος με μηχανάκι. Ο θεός παρκάρει τη μηχανή και κάθεται στο τιμόνι. Η κοπέλα παρακολουθεί από το πεζοδρόμιο. Ο άνδρας με δύο κινήσεις παρκάρει το αυτοκίνητο.
    Ο ταξιτζής δεν ικανοποιείται.
"Να πάτε από κει που'ρθατε!" φωνάζει μέσα από το ταξί, καθώς φεύγει μαρσάροντας.
"Κι εσύ πας γκαμηθεί!" απαντά ο μαύρος βγαίνοντας από το Φιατάκι.
Απομακρύνονται μαζί με την κοπέλα.
Χτυπάει το κουδούνι του φροντιστηρίου. Τα παιδιά μπαίνουν στις τάξεις τους γελώντας.